Ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον μυθικό κομμουνισμό

Mad_meg

Το κείμενο αυτό αποτελεί αναδημοσίευση της συνεισφοράς μου στην νεότευκτη πολιτική επιθεώρηση Κοινωνικός Αναρχισμός, το πρώτο τεύχος της οποίας μόλις βγήκε στην κυκλοφορία από τις συνεργατικές εκδόσεις «Κουρσάλ». Περισσότερες πληροφορίες για το εγχείρημα εδώ:

http://koursal.wordpress.com/2013/05/22/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%B8%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%81/.

 

«Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε και θα καταστεί δυνατόν να αποδεσμευθεί από τις φυσικές νομοτέλειες, ως και τις κοινωνικές νομοτέλειες. Οι νόμοι (νομοτέλειες) αυτοί οι οποίοι διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες προς μεγαλύτερη μελέτη της επιστήμης, δεν υπάγονται ειμή μόνο σε μία και μοναδική κατηγορία, διότι είναι όλοι εξίσου φυσικοί νόμοι, νόμοι της ειμαρμένης, οι οποίοι συνιστούν την βάση και το ίδιο προαπαιτούμενο της υπάρξεως έτσι, ώστε κανένα ανθρώπινο ον δεν θα είχε τις προϋποθέσεις να επαναστατήσει εναντίον τους, δίχως την συνέπεια της μετέπειτα αυτοκτονίας του».

 Μιχαήλ Μπακούνιν, «Η Καθολική Εκπαίδευση»

 

 Όταν κανείς επιχειρεί μια αναδρομή σε κείμενα της κλασσικής αναρχοκομμουνιστικής παράδοσης, όπως είναι τα κείμενα των Ισπανών συντρόφων του μεσοπολέμου ή αυτά των Ιταλών αναρχικών της δεκαετίας του 1910 και του 1920, μπορεί να διαπιστώσει από πρώτο χέρι το ενδιαφέρον που επεδείκνυαν αυτοί οι συγγραφείς σχετικά με τα οικονομικά δεδομένα, τα στάδια και τις οργανωτικές πτυχές της παραγωγικής διαδικασίας. Ο Βάσκος αναρχοκομμουνιστής Ισαάκ Πουέντε ήταν σε θέση να παραθέσει με αξιοθαύμαστη ακρίβεια το καθαρό εθνικό εισόδημα, τα κύρια προϊόντα και τις ελλείψεις σε πρώτες ύλες από τις οποίες έπασχε η Ισπανική οικονομία της δεκαετίας του 1930[i], ενώ ο Μαουρίτσιο Γκαρίνο θεωρούσε ότι το μεγαλύτερο προτέρημα του Ιταλικού κινήματος των εργοστασιακών συμβουλίων ήταν ότι μπορούσε να αποτελέσει το κατάλληλο όργανο για την συνέχιση της παραγωγής υπο προλεταριακή διεύθυνση, έπειτα από μια εξέγερση της εργατικής τάξης.[ii]

Εκφράζοντας ένα ζωντανό επαναστατικό κίνημα, εκείνο του προλεταριάτου, το οποίο ήγειρε βάσιμες αξιώσεις για να δρομολογήσει τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας υπο την επίβλεψη των παραγωγικών τάξεων και ανά πάσα στιγμή ήταν σε θέση να ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη χάρη στην δύναμη του, οι θεωρητικοί του αναρχοκομμουνισμού ήταν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν την μελλοντική έκρηξη μιας νικηφόρας κοινωνικής επανάστασης ως απτό, ρεαλιστικό ενδεχόμενο. Έτσι, αφιέρωσαν μεγάλο μέρος του συγγραφικού έργου τους αλλά και του πολιτικού ακτιβισμού τους σε ζητήματα ιδεολογικής και πρακτικής προπαρασκευής του προλεταριάτου, προκειμένου αυτό να αποκτήσει την ικανότητα για την δημιουργία δομών αυτοδιεύθυνσης της παραγωγής, να μπορεί να επιλύει προβλήματα κατανομής σπάνιων πόρων και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και γενικά να ικανοποιεί το σύνολο των πνευματικών και υλικών αναγκών της κοινωνίας με τρόπο δημοκρατικό και απείρως αποτελεσματικότερο από αυτόν του αυταρχικού καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής. Η παραδοσιακή διαμάχη ανάμεσα στους ελευθεριακούς σοσιαλιστές, υπέρμαχους ενός συστήματος βασισμένου στην παροχή μίνιμουμ προσωπικής εργασίας και τους αναρχοκομμουνιστές, οπαδούς του άκρατου εθελοντισμού και της ελεύθερης συμφωνίας, βρισκόταν στο επίκεντρο της συζήτησης που εκτυλισσόταν μέσα στους κόλπους του ελευθεριακού κινήματος, ακριβώς για τον λόγο ότι η έκβαση της συζήτησης αυτής, θα ήταν ο παράγοντας που θα επηρέαζε αποφασιστικά το είδος της αλλαγής που θα επέφερε στην κοινωνία μια ενδεχόμενη νίκη της επανάστασης του προλεταριάτου.[iii] Οι Ισπανοί αναρχοκομμουνιστές έλυσαν αυτά τα ζητήματα στην πράξη με την επανάσταση του 1936, υπέρ μιας συλλογικής οργάνωσης της εργασίας «από τα κάτω», δηλαδή μέσω της κοινωνικοποίησης και αυτοδιαχείρισης της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης όπου αυτό ήταν εφικτό.[iv]

            Είναι φυσικό τώρα που η επίθεση των ελίτ ενάντια στα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα της κοινωνίας εντείνεται και η εξεύρεση ενός εναλλακτικού τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας τίθεται ως ζήτημα ζωής ή θανάτου για ένα μεγάλο τμήμα της υποτάξης του συστήματος, τα ζητήματα αυτά να ανακύπτουν ξανά στο πλαίσιο της τρέχουσας συζήτησης που διεξάγεται στο εσωτερικό του ελευθεριακού κινήματος και να αιχμαλωτίζουν ξανά την φαντασία των αγωνιστών. Στην πλευρά των ελευθεριακών σοσιαλιστών, έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια μια αξιόλογη θεωρητική εργασία, κυρίως από το ρεύμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας (ΠΔ), προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του προτάγματος της αυτοδιαχείρισης της παραγωγής, της εξάλειψης των όποιων δομικών ελαττωμάτων του και της διεύρυνσης του σε μια αχρήματη και ακρατική οικονομική δημοκρατία, βασισμένη στις αρχές της αυτονομίας, της αλληλεξάρτησης και της συλλογικής στήριξης.[v] Το μοντέλο της συνομοσπονδιακής κατανομής αγαθών και υπηρεσιών της ΠΔ υιοθετεί μεν στοιχεία από την εμπειρία των αναρχικών κομμουνών της Ισπανικής επανάστασης, ωστόσο επεκτείνει την κοινωνική εμβέλεια των συλλογικών απελευθερωτικών θεσμών πέρα από την στενή σφαίρα της οικονομίας και εισάγει διάφορες θεσμικές βελτιώσεις στους τρόπους αποτίμησης τόσο της εργασίας όσο και της ανταλλακτικής αξίας του παραγόμενου προϊόντος, προκειμένου να διορθώσει τα εγγενή προβλήματα που ενέχονται στην φόρμουλα του μονοδιάστατου υπολογισμού της αξίας ως συνάρτηση των ωρών της εργασίας.

Στην αντίπερα όχθη υπάρχει το ρεύμα της κομμουνιστικοποίησης, η οποία απορρίπτει την Ισπανική εμπειρία ως αντεπαναστατική και αρνείται την αναγκαιότητα εκπόνησης ενός εναλλακτικού σχεδίου ανασυγκρότησης της παραγωγής με τέτοιο τρόπο ώστε να κατοχυρώνεται η αυτονομία του ατόμου και της κοινωνίας. Όπως γράφει ο Ρολάντ Σιμόν, «Στην πορεία του επαναστατικού αγώνα, η κατάργηση του κράτους, της ανταλλαγής, του καταμερισμού εργασίας και κάθε μορφής ιδιοκτησίας, η επέκταση της χαριστικότητας σαν ενοποίηση της ανθρώπινης δραστηριότητας, με άλλα λόγια η κατάργηση των τάξεων, είναι “μέτρα” που καταργούν το κεφάλαιο και που επιβάλλονται από τις ίδιες τις ανάγκες της πάλης εναντίον της καπιταλιστικής τάξης. Η επανάσταση είναι κομμουνιστικοποίηση, τον κομμουνισμό δεν τον έχει σαν σκοπό και αποτέλεσμα, αλλά σαν περιεχόμενο».[vi] Κάπου ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις βρίσκεται το είδος του αναρχοκομμουνισμού που υποστηρίζει ο Μάρρεϊ Μπούκτσιν, ο οποίος ουσιαστικά αποτελεί συνέχεια κι εκλέπτυνση του «παραδοσιακού» αναρχοκομμουνισμού που ανέπτυξε στα έργα του ο Κροπότκιν, διατηρώντας παρόλα αυτά ακέραια την πίστη που τον χαρακτήριζε στις χειραφετικές ιδιότητες της τεχνολογίας και της επιστήμης, στην δύναμη του Ορθού Λόγου και σε μια τελειοποίηση του ανθρώπου ως ηθικού υποκειμένου που απορρέει από μια διαδικασία «αντικειμενικής» ιστορικής εξέλιξης της ανθρώπινης φύσης.[vii]

            Από την πλευρά μας, πιστεύουμε ότι από την κατάληξη αυτής της αντιπαράθεσης για την πολιτισμική ηγεμονία στο εσωτερικό του αναρχικού κινήματος, θα εξαρτηθεί αν ο σύγχρονος αναρχισμός θα μπορέσει να ανακτήσει την προταγματική του διάσταση ως ένα ζωντανό αντισυστημικό κίνημα με πρόγραμμα, μεθοδολογία και μια στρατηγική για την μετάβαση στην απελευθερωτική κοινωνία, ή αν θα παραμείνει το φάντασμα του κινήματος του παρελθόντος, μια λάιφ-στάιλ δραστηριότητα που επιβιώνει στις παρυφές του συστήματος. Κι αν κρίνουμε από την στοχευμένη καταστολή που έχει εξαπολύσει η τρικομματική χούντα ενάντια στις παραδοσιακές δομές του «χώρου» στην Ελλάδα (αυτοδιαχειριζόμενα στέκια, καταλήψεις), είναι αμφίβολο αν ο χώρος μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ακόμη και με την ρεφορμιστική μορφή που έχει σήμερα, αν δεν πραγματοποιήσει το άλμα της συγκρότησης του σε μαζικό κίνημα και δεν κατορθώσει να διευρύνει την κοινωνική απεύθυνση του. Με άλλα λόγια, ο σύγχρονος αναρχισμός ή θα ξανα-αποκτήσει τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του, ή θα συντριβεί ως υπολογίσιμη πολιτική δύναμη μέσα στο καθεστώς διαρκούς έκτακτης ανάγκης που έχει επιβάλει η συστημική χούντα.

Οι ελευθεριακοί σοσιαλιστές συμφωνούμε με τους αναρχοκομμουνιστές συντρόφους σε πολλά πράγματα. Συμφωνούμε στην κοινή μας πεποίθηση ότι το Κράτος και το σύστημα της οικονομίας της αγοράς που οδηγούν στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο πρέπει να καταργηθούν. Συμφωνούμε ότι η οικονομία πρέπει ξανά να τεθεί στην υπηρεσία της ικανοποίησης των αναγκών της κοινωνίας και ότι, όπως έγραφε και ο Κροπότκιν, πρώτα πρέπει να ιδρύσουμε νέες κοινότητες που θα καθορίζουν τις ανάγκες τους συλλογικά κι έπειτα να οργανώσουμε με δημοκρατικό τρόπο την παραγωγική εργασία που χρειάζεται ούτως ώστε αυτές οι ανάγκες να εκπληρωθούν.[viii] Τέλος ενστερνιζόμαστε χωρίς περιστροφές την κομμουνιστική αρχή «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» και θεωρούμε από κοινού ότι μια στοιχειώδης ευμάρεια κι ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής είναι εφικτό για όλους, παράλληλα με μια δραστική μείωση της εργασίας που χρειάζεται για να τα πετύχουμε όλα αυτά σε μια αυτεξούσια κοινωνία του μέλλοντος.

Ωστόσο, εκεί που διαφωνούμε με τους αναρχοκομμουνιστές είναι στην συσχέτιση της ατομικής συνεισφοράς του καθενός στην κοινή προσπάθεια με την κατανομή του τελικού κοινωνικού προϊόντος. Εκεί που εμείς βλέπουμε μια αναγκαιότητα που απορρέει από την ορθολογική οργάνωση μιας στοιχειώδους παραγωγικής διαδικασίας, οι αναρχοκομμουνιστές βλέπουν την αποκατάσταση του θεσμού της μισθωτής εργασίας με άλλο όνομα. Ένα επιπλέον σημείο τριβής είναι η ισοπεδωτική κριτική που ασκούν οι αναρχοκομμουνιστές ενάντια σε κάθε έννοια καταμερισμού της εργασίας, την οποία υποδεικνύουν ως μήτρα που εκτρέφει κι αναπαράγει εξουσιαστικές σχέσεις και δομές. Κατά τρίτο, ενώ το μοντέλο του ελευθεριακού σοσιαλισμού που εμείς υποστηρίζουμε αποδέχεται την διαίρεση των αναγκών σε βασικές και μη-βασικές ως μοναδικό τρόπο εφαρμογής της κομμουνιστικής αρχής «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του» σε συνθήκες σπάνης των πόρων, καθώς και κάποιον βαθμό ανισομέρειας ως προς την κατανάλωση που θα συναρτάται με την εθελοντική παροχή επιπλέον εργασίας, αφού φυσικά όλες οι βασικές ανάγκες έχουν καλυφθεί στον ίδιο βαθμό για όλα τα μέλη της κοινότητας, οι αναρχοκομμουνιστές απορρίπτουν αυτές τις ρυθμίσεις ως δυνητικά εξουσιαστικές και ως κίνητρο για επαναφορά του ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων που αποτελεί την κινητήρια δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος. Σε αυτές τις κριτικές των αναρχοκομμουνιστών θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε παρακάτω.

 Η εργασία ως νέα μορφή χρήματος

 Οι κλασσικοί αναρχοκομμουνιστές (οπαδοί του Κροπότκιν και του Μπούκτσιν) θεωρούν ότι οποιαδήποτε απόπειρα εισαγωγής ενός συστήματος που θα καθιέρωνε την υποχρέωση για προσφορά ατομικής εργασίας σε αντιστοιχία με το επίπεδο στο οποίο μια κοινωνία επιθυμεί να καλύψει τις υλικές και πνευματικές ανάγκες τις οποίες αξιολογεί ως σημαντικές, αποκαθιστά την έννοια της αξίας ως πρωταρχικό νόμο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής και δεν συνιστά παρά μια παραλλαγή της εξουσιαστικής μισθωτής σχέσης που αναπτύχθηκε μέσα στο θεσμικό πλαίσιο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Από την άλλη, κάποια βαρέως μεταμοντέρνα αναρχοκομμουνιστικά ρεύματα, όπως αυτό της κομμουνιστικοποίησης, απορρίπτουν την εργασία αυτή καθ’ εαυτή, και στέκονται κριτικά απέναντι σε οποιαδήποτε έννοια συστηματικής αναδιοργάνωσης ή σταθεροποίησης της παραγωγής, ακόμη κι αν αυτή γίνει στην ελευθεριακή βάση της αυτοδιεύθυνσης.

Είναι όμως ορθή η εξομοίωση της ατομικής κατανάλωσης βάσει της προσφερόμενης εργασίας, με τον ρόλο που επιτελεί το χρήμα σε μια καπιταλιστική οικονομία; Το χρήμα στην σημερινή μορφή του εφευρέθηκε ως ένα κοινά συμφωνημένο μέτρο τόσο για την αποτίμηση της αξίας της εργασίας, όσο και για την μέτρηση της αξίας του παραγόμενου αγαθού, με την συνακόλουθη υπεραξία που παράγεται από την υπερτίμηση του προϊόντος σε σχέση με την αξία της εργασίας που καταναλώθηκε κατά το στάδιο της παραγωγής του. Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, η επιβλαβής διάσταση του χρήματος δεν έγκειται στο ότι συνιστά μονάδα μέτρησης της εργασίας, αλλά στο ότι είναι κοινώς αποδεκτό ως απρόσωπο μέσο ανταλλαγής και συσσώρευσης οικονομικής δύναμης σε βάρος εκείνων που δεν το κατέχουν. Η οικονομική δύναμη στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς θεσμοποιείται πρωτίστως μέσω της ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, που οδηγεί αναπόδραστα στην ανάπτυξη μιας ιεραρχικής σχέσης ετεροκαθορισμού ανάμεσα στις οικονομικές ελίτ που κατέχουν τα παραγωγικά μέσα και σε εκείνα τα εξαρτημένα κοινωνικά στρώματα που είναι υποχρεωμένα να πουλήσουν την εργασία τους προκειμένου να επιβιώσουν. Η ιεραρχική αυτή σχέση είναι δομικό στοιχείο του συστήματος, κατοχυρώνεται νομικά και προστατεύεται από το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, συντελώντας με αυτόν τον τρόπο στην αναπαραγωγή του εξουσιαστικού θεσμού της εργοδοσίας. Κατά δεύτερο λόγο, η συσσώρευση οικονομικής δύναμης οδηγεί στην ανάδυση άτυπων ιεραρχιών που εκδηλώνονται στο πεδίο της λεγόμενης αγοραστικής δύναμης της κάθε οικονομικής μονάδας του συστήματος. Οι προνομιούχες κοινωνικές ομάδες που συγκεντρώνουν στα χέρια τους το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος και του πλούτου, έχουν την δυνατότητα μέσω της αυξημένης αγοραστικής δύναμης τους που επενεργεί αυτόματα στην λειτουργία του μηχανισμού της αγοράς, να επηρεάσουν μονομερώς μέσω της ζήτησης τις προτεραιότητες που εξυπηρετεί η οικονομική δραστηριότητα και η παραγωγή σε μια οικονομία της αγοράς, σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων, των οποίων οι ανάγκες δεν λαμβάνονται υπόψη διότι δεν μπορούν να υποστηριχθούν με χρήμα.

Γίνεται αντιληπτό ότι σε μια κοινωνία όπου το σύνολο των μέσων και των εργαλείων της παραγωγής θα έχουν απαλλοτριωθεί και θα έχουν περιέλθει στην κατοχή και τον έλεγχο της δημοτικής συνέλευσης καθώς και της συνομοσπονδίας των αυτόνομων δημοτικών συνελεύσεων, η συσσώρευση οικονομικής δύναμης, με την έννοια της δημιουργίας μιας νέας ελίτ κατόχων ή διαχειριστών του κεφαλαίου, είναι απλώς αδιανόητη. Στο κολλεκτιβιστικό σύστημα της οικονομικής δημοκρατίας του Φωτόπουλου δεν υπάρχουν οι θεσμικές ή δομικές προϋποθέσεις για την συγκέντρωση δύναμης από κοινωνικές ομάδες ή μεμονωμένα άτομα. Δηλαδή, δεν υπάρχουν τα δομικά μέσα που θα μπορούσε κάποιος να επιστρατεύσει για να αποκτήσει ανισόμετρη δύναμη σε βάρος των συνανθρώπων του, ούτε οι θεσμικοί μηχανισμοί και τα οικονομικά εργαλεία που θα λειτουργούσαν ως ασπίδα για την προστασία, την αναπαραγωγή και τον πολλαπλασιασμό του ατομικού πλουτισμού. Σε μια οικονομική δημοκρατία, οι πολίτες δεν θα μπορούν να εγείρουν αξιώσεις ατομικής κυριότητας πάνω στο αγαθό που τους παρέχεται προς κατανάλωση από τον δήμο, σε αντάλλαγμα της συνεισφοράς τους στην κοινή προσπάθεια. Θα τους παραχωρείται μόνο η νομή του αντικειμένου, ή αλλιώς το δικαίωμα χρήσης του, ενώ η κυριότητα θα παραμένει στην συνέλευση. Ούτε οι επιταγές εργασίας (που παίρνουν την μορφή πιστωτικών μονάδων κατανάλωσης, στο μοντέλο της οικονομικής δημοκρατίας) θα μπορούν να χρησιμεύσουν ως απρόσωπο μέσο ανταλλαγής, αφού θα εκδίδονται όλες σε αυστηρά προσωπική βάση στο όνομα του δικαιούχου.

Ο Κροπότκιν αποκηρύσσει την αμοιβή με βάση την εργασία ως μια εναλλακτική μορφή μισθωτής εργασίας και αντιπαραβάλει την «δεσποτική» της φύση στα πλεονεκτήματα της ελεύθερης συμφωνίας. Ωστόσο, σφάλλει όταν ασκεί κριτική στο σύστημα του ελευθεριακού σοσιαλισμού με το επιχείρημα ότι δεν είναι αρκετά ελεύθερο, τόσο από την άποψη της κοινωνικά επιβεβλημένης εργασίας που υποτίθεται πως αντιβαίνει την αρχή της ελεύθερης συμφωνίας, όσο και από την πλευρά της κατοχύρωσης της ελευθερίας της ατομικής επιλογής στην θέση που ο καθένας θα απασχοληθεί κατά την συμμετοχή του στην συλλογική διαδικασία της παραγωγής. Μια ελευθεριακή κομμούνα (ο αυτόνομος δήμος στην περίπτωση μας) δεν γίνεται να είναι συνεπής προς τις αρχές της αν δεν επαφίεται στην εθελοντική δέσμευση των μελών της. Αυτό που αλλάζει στο κολλεκτιβιστικό σύστημα είναι το αντικείμενο της αμοιβαίας συμφωνίας, ενώ τα «πειθαρχικά» μέτρα που μπορεί να παρθούν από την κοινότητα ενάντια σε εκείνον που αρνείται να συνεισφέρει δεν διαφέρουν σε τίποτα από τα μέτρα που εισηγείται ο Κροπότκιν (π.χ. εξοβελισμός από τον δήμο, περιορισμός της ατομικής πρόσβασης στο προϊόν του συλλογικού μόχθου, απαγόρευση συμμετοχής στις διαδικασίες της συνέλευσης, κλπ.). Εξάλλου, μας είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι μια ελεύθερη συμφωνία ανάμεσα σε ανθρώπους που αποφασίζουν να οργανώσουν την συλλογική ύπαρξη τους με βάση τις αναρχοκομμουνιστικές αρχές θα μπορούσε να έχει διαφορετική κατάληξη από την εκπόνηση ενός αμοιβαία αποδεκτού σχεδίου που θα όριζε την συμμετοχή στο μέτρο των δυνατοτήτων του κάθε πολίτη, στην διαδικασία προσπορισμού των απαραίτητων μέσων διαβίωσης της κοινότητας, σε σταθερή και μόνιμη βάση.

Από την άλλη, μια θεμελιώδης παράμετρος του προτάγματος των Ισπανών και Ιταλών επαναστατών αναρχοκομμουνιστών του μεσοπολέμου ήταν η εξάλειψη των μη-παραγωγικών τάξεων της καπιταλιστικής κοινωνίας και η δίκαιη και ορθολογική κατανομή των καθηκόντων της παραγωγής ανάμεσα σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, από κοινού με μια συνακόλουθη δίκαιη κατανομή των ωφελημάτων της. Δεν είναι τυχαίο ότι στην επαναστατική Ισπανία, όπου οι αναρχικοί προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις αρχές του αναρχοκομμουνισμού σε συνθήκες σπάνης των οικονομικών πόρων, η ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών γινόταν μόνο με την επίδειξη του βιβλιάριου του παραγωγού ή της κάρτας μέλους του συνδικάτου. Η αντίληψη αυτή συνεπάγεται ότι μια συστηματική σχέση πρέπει να εδραιωθεί ανάμεσα στις ανάγκες και τις επιθυμίες μας για κατανάλωση και της εξισορρόπησης αυτών των επιθυμιών με το επίπεδο της οικονομικής παραγωγής μας. Αν δεν υπάρχει ένα οικονομικό μοντέλο που να συσχετίζει με σταθερό και ορθολογικό τρόπο τις εκφρασμένες ανάγκες και το επίπεδο ικανοποίησης τους που καθορίζουν το περιεχόμενο και το μέγεθος της παραγωγής, με την ποσότητα της εργασίας που είναι αναγκαία για να παραχθούν τα αγαθά που θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες αυτές, τότε ουσιαστικά παραιτούμαστε στην πράξη από το όραμα για την πραγμάτωση του κομμουνιστικού ιδανικού. Εκτός βέβαια αν υποθέσουμε ότι είτε η ανθρώπινη εργασία δεν είναι πλέον αναπόσπαστο τμήμα της παραγωγικής διαδικασίας, ή ότι μια κατάσταση παραδείσιας αφθονίας όπου όλα τα αγαθά που μπορεί κάποιος να ονειρευτεί είναι διαθέσιμα σε ανεξάντλητες ποσότητες είναι πραγματοποιήσιμη. Πράγμα βέβαια που καθιστά περιττή περιπλοκή την προσφυγή σε «πεπαλαιωμένους» θεσμούς κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης που θα μας επιτρέψουν να ορίσουμε αμεσοδημοκρατικά τον τύπο, την ποικιλία και την ποσότητα αυτών των αγαθών. Ωστόσο, ο κομμουνισμός ως σύστημα δεν αναφέρεται στην κατάργηση της εργασίας, αλλά στο κριτήριο με βάση το οποίο διανέμεται ο κοινωνικός πλούτος, αυτό της κάλυψης των αναγκών.

 Διαχωρισμός των αναγκών και οργάνωση της παραγωγής

 Ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του μοντέλου της οικονομικής δημοκρατίας που περιγράφει ο Φωτόπουλος, είναι ο διαχωρισμός των αναγκών σε βασικές και μη-βασικές, καθώς και η παροχή ενός μίνιμουμ ωρών υποχρεωτικής εργασίας κάθε πολίτη της συνομοσπονδίας ως προϋπόθεση για την κάλυψη των βασικών του αναγκών, στο επίπεδο που έχει οριστεί από την συνομοσπονδία των αυτόνομων δημοτικών συνελεύσεων. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι όταν μιλάμε για την Συνομοσπονδιακή Συνέλευση δεν μιλάμε για ένα ανώτερο ιεραρχικά όργανο που θα απαρτίζεται από ανακλητούς εντολοδόχους των περιφερειακών συνελεύσεων, λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο σαν μια βαθμίδα διοίκησης. Αντίθετα, όπως και τα μέλη των περιφερειακών συνελεύσεων / ομοσπονδιών, οι ανακλητοί εντολοδόχοι της Συνομοσπονδιακής θα διορίζονται απευθείας από τις δημοτικές συνελεύσεις (με κυκλική εναλλαγή, κλήρο, κλπ.), αποτρέποντας ετσι την δημιουργία διαδοχικών βαθμίδων πολιτικής εκπροσώπησης. Η σχέση της συνομοσπονδίας με τις δημοτικές και τις περιφερειακές συνελεύσεις θα είναι αυτή της οριζόντιας δικτύωσης και θα βασίζεται σε μια αμφίδρομη διαδικασία συνεχούς ανταλλαγής πληροφοριών για τον καλύτερο συντονισμό της εκτέλεσης του δημοκρατικού πλάνου της παραγωγής που θα αποφασίζεται από την συνομοσπονδιακή συνέλευση (με βάση τις εντολές των δημοτικών συνελεύσεων) και θα εκτελείται από τους δήμους. Αυτοί θα έχουν και την αρμοδιότητα να ρυθμίζουν και τις τεχνικές λεπτομέρειες της διεκπεραίωσης του πλάνου (καταμερισμός της εργασίας, κλπ.). Δυστυχώς, ο περιορισμένος χώρος του παρόντος σημειώματος δεν μας επιτρέπει να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες αναφορικά με το πλήρες θεσμικό περίγραμμα του ακρατικού και αχρήματου μοντέλου της οικονομικής δημοκρατίας. Σίγουρα έχει σημασία να παρατηρήσουμε ότι παρά τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της εργασίας που προορίζεται για την κάλυψη των βασικών αναγκών, το κάθε μέλος της συνομοσπονδίας θα είναι ελεύθερο να αποφασίζει ο ίδιος /α σε ποιόν τομέα της παραγωγής θα απασχοληθεί.

Ωστόσο, παρά τον σεβασμό που κάθε ελευθεριακή κοινωνία οφείλει να επιδεικνύει στην ελευθερία του ατόμου, με την έννοια της επιλογής, η εισαγωγή ενός συστήματος κυκλικής εναλλαγής της εργασίας στους κλάδους που καταγίνονται με την παραγωγή αγαθών που ικανοποιούν βασικές ανάγκες, είναι αναγκαία διότι υπάρχουν και αντιδημοφιλή αντικείμενα απασχόλησης, για τα οποία η προσφορά εθελοντικής εργασίας ενδέχεται να μην επαρκεί για να καλύψει τις υπάρχουσες ανάγκες. Αυτή η αδυναμία πλήρωσης σε μια απολύτως ελεύθερη κοινότητα εκείνων των θέσεων εργασίας που δεν είναι περιβεβλημένες με κύρος, με κοινωνική αναγνώριση ή δεν έχουν από μόνες τους κάποιο ξεχωριστό ενδιαφέρον, όπως και η αδυναμία εκτέλεσης άλλων «δυσάρεστων» κοινωνικών καθηκόντων, είναι ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι απολογητές της ετερονομίας όταν πραγματεύονται το ζήτημα της κυριαρχίας, της ύπαρξης μιας υπέρτατης αρχής που κατέχει την εξουσία ως «αναγκαίου κακού» που εγγυάται την κοινωνική συνοχή. Το σύστημα της κυκλικής εναλλαγής μας βοηθά να αντιπαρέλθουμε την κριτική αυτή και να επιλύσουμε το πρόβλημα της οργάνωσης της εργασίας «από τα κάτω», χωρίς προσφυγή σε κάποιον κυρίαρχο φορέα που βρίσκεται έξω και πάνω από την ίδια την κοινωνία και τα μέλη της. Από την άλλη, στον τομέα των μη-βασικών αναγκών, το αντίτιμο της εργασίας σε μια οικονομική δημοκρατία δεν προκύπτει από μια απλοϊκή εξίσωση των εργάσιμων ωρών με το δικαίωμα πρόσκτησης μιας ορισμένης ποσότητας καταναλωτικών αγαθών, αλλά από έναν σύνθετο δείκτη «επιθυμητότητας» μιας συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας, μετρήσιμης μέσω της δηλωμένης διαθεσιμότητας για την δραστηριότητα αυτή σε επίπεδο δήμου, και της ζήτησης που υπάρχει για το προϊόν της δραστηριότητας αυτής, που αποτυπώνεται στις πιστωτικές μονάδες που διατέθηκαν για την κατανάλωση του συγκεκριμένου προϊόντος. Έτσι, μια ενδεχόμενη έλλειψη προσφοράς εθελοντικής εργασίας για το προϊόν αυτό, θα έβαζε σε κίνηση την αύξηση της αμοιβής σε μονάδες κατανάλωσης για την απασχόληση στον συγκεκριμένο τομέα παραγωγής, προσελκύοντας επιπρόσθετους εθελοντές κι εξισορροπώντας με αυτόν τον τρόπο την ελλιπή προσφορά σε σχέση με την αυξημένη ζήτηση.  

Αλλά γιατί να μην εμπιστευτούμε την οργάνωση της εργασίας σε μια κομμουνιστική κοινωνία εξολοκλήρου στις φυσικές ροπές των μαζών, στην έμφυτη τάση που τις διακρίνει για την δημιουργία θεσμών αλληλοβοήθειας που συστήνονται αυθόρμητα κι έπειτα αυτοδιαλύονται αφού έχουν φέρει σε πέρας τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν; Αυτή είναι η ερμηνεία που δίνει ο Μαλατέστα στην κομμουνιστική επανάσταση όταν γράφει ότι, «Επανάσταση είναι η σύσταση αμέτρητων ελεύθερων ομαδοποιήσεων, βασισμένων πάνω σε ιδέες, επιθυμίες και κάθε είδους γούστα, που υπάρχουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Επανάσταση είναι η δημιουργία και η διάλυση χιλιάδων αντιπροσωπευτικών – συνοικιακών, κοινοτικών, περιφερειακών, εθνικών – σωμάτων που, δίχως να έχουν καμία νομοθετική εξουσία, χρησιμεύουν στο να κάνουν γνωστές και να συντονίζουν τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των ανθρώπων, που βρίσκονται κοντά και μακριά και τα οποία ενεργούν διαμέσου της πληροφόρησης, της συμβουλής και του παραδείγματος».[ix] Από την άλλη, ο Κροπότκιν εξυμνεί τις αυθόρμητες ενώσεις που παραδοσιακά συγκροτούσαν οι παραγωγοί στην Ρωσική επαρχία (τα λεγόμενα «αρτέλ»), εξάρει τους θεσμούς αλληλεγγύης και συλλογικής στήριξης που αναπτύσσονται «από τα κάτω» σε κάθε προλεταριακή απεργία, αλλά και τις εθελοντικές ομαδοποιήσεις της κοινωνίας των πολιτών που δημιουργούνται με μοναδικό γνώμονα την συλλογική προαγωγή και καλλιέργεια ενός πνευματικού ή πρακτικού ενδιαφέροντος που τα μέλη τους μοιράζονται από κοινού.[x] Σε όλα αυτά τα φαινόμενα, ο Κροπότκιν διαβλέπει την ευεργετική επίδραση της φυσικής ροπής της ανθρωπότητας προς την ελεύθερη συμφωνία. Ισχυρίζεται ότι η κομμουνιστική κοινωνία δεν χρειάζεται παρά να υπακούσει σε αυτό το φυσικό κοινωνικό ένστικτο και να το απελευθερώσει από τα τεχνητά δεσμά του Κράτους και του κεφαλαίου για να δημιουργήσει χιλιάδες ανθρώπινες ομαδοποιήσεις, που θα συστήνονται αυθόρμητα στην βάση μιας κοινής ανάγκης, μιας κοινής πεποίθησης ή μιας συλλογικής επιθυμίας, οι οποίες θα τέμνονται, θα διαπλέκονται και θα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους μέσω της σύνδεσης τους σε ομοσπονδίες.

Εδώ ωστόσο υπάρχει κατά την άποψη μας μια παρανόηση από την πλευρά του μεγάλου θεωρητικού του αναρχοκομμουνισμού. Ο Κροπότκιν φαίνεται να ταυτίζει την ελεύθερη συμφωνία με την έλλειψη μιας οικονομικής δομής και μιας σταθερής οργάνωσης της παραγωγής. Όμως, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι το προϊόν της ελεύθερης συμφωνίας των μελών μιας κοινότητας δεν μπορεί ή δεν πρέπει να είναι η εθελοντική σύσταση σταθερών θεσμών ισοκατανομής της οικονομικής δύναμης μέσω των οποίων τα μέλη μιας κοινότητας θα συντονίζουν τις ενέργειες τους και θα δεσμεύονται σε μια συλλογική προσπάθεια στο πεδίο της παραγωγής προς όφελος της κοινότητας. Η σύσταση ενός δημοκρατικού «πλάνου» συμφωνημένου «από τα κάτω», είναι από αυτή την άποψη η λογική κατάληξη της τάσης για αλληλοβοήθεια, αν η έμφυτη αυτή ροπή φιλοδοξεί κάποια στιγμή να μετατραπεί από διάχυτο εγγενές ένστικτο σε απτή κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι, βλέπουμε ότι η αρχή της ελεύθερης συμφωνίας δεν προστατεύεται από τον ενδεχόμενο δομικό νομαδισμό, ή τον μη-μόνιμο χαρακτήρα των κομμουνιστικών θεσμών. Μέσα σε μια παρόμοια κοινωνική συνθήκη, το ζήτημα της ελεύθερης συμφωνίας δεν ανακύπτει καν σαν πολιτικό επίδικο, αφού ουσιαστικά παύει να υφίσταται το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνικής δομής που απαιτεί την λήψη θεσμικών μέτρων για την ρητή προστασία και κατοχύρωση του. Αντίθετα, ο εθελοντικός χαρακτήρας μιας ένωσης κατοχυρώνεται στον βαθμό που αυτή η ένωση υπάρχει και συγκροτείται σε μόνιμο σώμα μέσα από συνομοσπονδιακές αμεσοδημοκρατικές δομές, θεσμούς και διαδικασίες που ανάγουν την εθελοντική προσχώρηση σε καταστατικό κανόνα της πολιτικής υπόστασης τους.

Ένα από τα αγαπημένα παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο Κροπότκιν για να καταδείξει την ακατάβλητη δύναμη του ενστίκτου της αλληλοβοήθειας και τα θαυμαστά αποτελέσματα που μπορεί να αποδώσει η ελεύθερη σύμπραξη ανθρώπων ταγμένων σε έναν κοινό σκοπό, είναι οι εθελοντικές ενώσεις που συγκροτούνται χωρίς την επίσημη συνδρομή του Κράτους, εντός της σφαίρας της κοινωνίας των πολιτών. Ιδιαίτερα στέκεται στο παράδειγμα των διαφόρων επιστημονικών ενώσεων καθώς και σε εκείνο της Αγγλικής ναυαγοσωστικής εταιρείας, η οποία για τον Κροπότκιν φαίνεται να είναι μία υποδειγματική μορφή εθελοντικής οργάνωσης. Τόσο από την άποψη της αποτελεσματικότητας της δράσης της, όσο κι από πλευράς επικινδυνότητας της αποστολής την οποία οι εθελοντές αναλαμβάνουν να φέρουν σε πέρας, που φαίνεται να προσκρούει και να υπερνικά όλες τις εγωιστικές παρορμήσεις που ενυπάρχουν στον ψυχισμό του ανθρώπου.[xi] Πράγματι, δεν μπορεί κανείς παρά να επαινέσει το πνεύμα αυταπάρνησης από το οποίο εμφορείται ο εθελοντής διασώστης κάθε είδους. Παρόλα αυτά, από την παραδοχή αυτή, μέχρι το σημείο να συναγάγουμε από το παράδειγμα του εθελοντή μια έμφυτη ροπή της ανθρωπότητας προς την αλληλοβοήθεια που από μόνη της επαρκεί για την πλήρωση του συνόλου των κοινωνικών λειτουργιών σε μια κομμουνιστική κοινωνία, η απόσταση είναι μεγάλη και απαιτείται ένα λογικό άλμα για να την καλύψουμε. Για κάθε έναν εθελοντή που κατατάσσεται σε μια ομάδα διάσωσης, υπάρχουν άλλοι χίλιοι που δεν πράττουν αναλόγως. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι από την φύση του ένα ιδιοτελές κι εγωιστικό ον που έχει ανάγκη το Κράτος-Λεβιάθαν για να τον προστατέψει από τον συνάνθρωπο του. Από την άλλη, ούτε τα παραδείγματα που επικαλείται ο Κροπότκιν επαρκούν προκειμένου να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό ότι η ανθρωπότητα διακατέχεται από απροσμάχητα αλτρουιστικά ένστικτα, οπότε όλα μπορούν να αφεθούν στην αλληλεγγύη που νιώθει ο καθένας από εμάς για τον συνάνθρωπο.

Κατά την άποψη μας, υπάρχουν κάποιες ανάγκες η εκπλήρωση των οποίων είναι ζωτικής σημασίας για την συνέχιση της ύπαρξης μιας αυτόνομης κι ευημερούσας ανθρώπινης κοινωνίας και γι’ αυτό είναι παρακινδυνευμένο να τις εμπιστευτούμε αποκλειστικά στην καλή θέληση των μελών μιας κοινότητας που σε μια δεδομένη στιγμή μπορεί να επαρκεί, σε μια άλλη όμως όχι. Η καταγραφή αυτών των αναγκών και ο προσπορισμός των μέσων ικανοποίησης τους εναπόκειται εξολοκλήρου στον βαθμό διυποκειμενικότητας με τον οποίο θα τις περιβάλλουν οι αυτόνομες λαϊκές συνελεύσεις του μέλλοντος. Η στέγαση, η ένδυση, η σίτιση, η περίθαλψη και η μόρφωση είναι ανάγκες διαχρονικές που λογικά θα εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία (αφού έχουν να κάνουν πρωτίστως με την βιολογική επιβίωση του ανθρώπου) κι έτσι θα χρειαστεί ο ανάλογος επιμερισμός σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους για να διασφαλιστεί το συμφωνημένο ποσοτικό επίπεδο και την ποικιλία στα ποιοτικά μέσα εξυπηρέτησης τους. Από αυτή την άποψη, η δημιουργία ενός σταθερού και αποτελεσματικού μηχανισμού ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών με την μορφή μιας αυτοδιαχειριζόμενης οικονομικής συνομοσπονδίας που θα μεριμνά για την παραγωγή των αγαθών που οι αυτόνομες συνελεύσεις αξιολογούν ως σημαντικά, είναι ζήτημα κοινής λογικής και αναγκαίο βήμα αν η κομμουνιστική επανάσταση πρόκειται να χαρίσει στις μη-προνομιούχες κοινωνικές ομάδες την ευημερία την οποία στερήθηκαν με την βία μέχρι σήμερα.

Από την άλλη, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την ανάγκη που αισθάνονται κάποιοι άνθρωποι να καλλιεργήσουν τις δεξιότητες τους στο παιχνίδι του σκακιού, ή στην σταυροβελονιά. Οι ανάγκες αυτές μπορεί να δειχθεί ότι δεν συγκεντρώνουν τον απαιτούμενο βαθμό διυποκειμενικότητας, ούτε από την πλευρά της υιοθέτησης τους από την πλειοψηφία των πολιτών ενός δήμου, ούτε από την άποψη ότι η μη-ικανοποίηση τους μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τις βασικές δομικές και θεσμικές παραμέτρους που συνθέτουν την ύπαρξη της αυτόνομης κοινότητας. Δεν προσπαθούμε εδώ να απαξιώσουμε την λαϊκή τέχνη του πλεξίματος, ούτε δηλώνουμε την αποστροφή μας προς το ευγενές παιγνίδι του σκακιού. Απλώς, προσπαθούμε να καταδείξουμε την διαφορά ανάμεσα στον τύπο των αναγκών που θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως βασικές και σε εκείνες τις ανάγκες που εμπίπτουν στην κατηγορία της μη-βασικής ανάγκης. Επιπλέον, επιχειρούμε να δείξουμε την θεμελιώδη σημασία που έχει αυτή η διάκριση για την μετάβαση σε μια κομμουνιστική κοινωνία σήμερα υπο συνθήκες σπάνης των οικονομικών πόρων και όχι σε ένα ακαθόριστο μέλλον, όταν η ανθρωπότητα θα έχει εξέλθει από το «βασίλειο της ανάγκης» και μια αφηρημένη «αφθονία» θα επικρατεί κάνοντας πραγματικότητα την κάθε ατομική επιθυμία. Η επίκληση άλλωστε της έλευσης αυτού του μυθικού βασιλείου της αφθονίας, αποτέλεσε και το ιδεολογικό άλλοθι για την βάρβαρη εξουσία του δικτατορικού κρατικιστικού σοσιαλισμού. Ο κομμουνισμός όμως δεν είναι μια μυθική κατάσταση μετα-σπάνης. Είναι η εξεύρεση μιας μορφής κοινωνικής οργάνωσης η οποία θα εξασφαλίζει την ικανοποίηση ενός συνόλου σαφώς καθορισμένων και μετρήσιμων αναγκών (υλικών ή μη), οι οποίες θα ορίζονται με δημοκρατικό τρόπο από την ίδια την αυτόνομη κοινότητα και στο επίπεδο που η ίδια η κοινότητα θα αποφασίζει. Η ιεράρχηση των αναγκών και η διαίρεση τους σε βασικές και μη-βασικές είναι στην πραγματικότητα το υπόβαθρο του κομμουνισμού σε συνθήκες σπάνης των πόρων, η ικανή συνθήκη για την εκπλήρωση της αρχής «…στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Έτσι, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν αρκεί σαν επαναστατικό μέτρο που θα επιτρέψει την μετάβαση στον κομμουνισμό. Χρειάζεται κι ένας δημοκρατικός μηχανισμός καταγραφής των αναγκών και ορθολογικής κατανομής των αναγκαίων πόρων για την ικανοποίηση τους.

 Επίμετρο – για τον καταμερισμό της εργασίας

 Αναφερόμενος στην οργανωτική αρχή του καταμερισμού της εργασίας ο Κροπότκιν γράφει: «Είμαστε φανερά διαιρεμένοι σε δυο τάξεις: από την μια μεριά οι παραγωγοί που καταναλώνουν ελάχιστα και αποφεύγουν να σκέπτονται γιατί πρέπει να δουλεύουν [χειρωνακτικά], και που εργάζονται υπερβολικά ακριβώς γιατί το μυαλό τους παραμένει αδρανές. Και από την άλλη οι καταναλωτές, οι οποίοι, παράγοντας ελάχιστα ή σχεδόν τίποτα, έχουν το προνόμιο να σκέπτονται για τους άλλους, και οι οποίοι σκέπτονται υπερβολικά γιατί ένας ολόκληρος κόσμος, εκείνος των χειρωνακτικά εργαζόμενων, τους είναι άγνωστος».[xii] Ωστόσο, είτε το συνειδητοποιεί είτε όχι, με αυτό το εδάφιο ο Κροπότκιν δεν επιτίθεται στον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας, τον επιμερισμό δηλαδή των τεχνικών καθηκόντων των οποίων η εκτέλεση είναι απαραίτητη προκειμένου να διεκπεραιωθεί μια συλλογική παραγωγική λειτουργία και ο οποίος νοείται στο πλαίσιο οποιασδήποτε μορφής κοινωνικής οργάνωσης – αυτόνομης ή ετερόνομης – αλλά στις εξουσιαστικές επιπτώσεις που απορρέουν από την κοινωνικοποίηση του τεχνικού καταμερισμού εργασίας. Δηλαδή, της ένταξης του καταμερισμού εργασίας με την τεχνική έννοια σε ένα ενιαίο ιεραρχικό μοντέλο κοινωνικής διαστρωμάτωσης, μέσα στο πλαίσιο του οποίου χορηγούνται ειδικά προνόμια στην τάξη των διανοουμένων έναντι της τάξης των χειρωνακτών, αναγνωρίζεται η υπέρτερη κοινωνική θέση των μεν έναντι των δε και δημιουργούνται οι θεσμικοί μηχανισμοί για την παγιοποίηση των κοινωνικών ρόλων και την κληρονομική μετακύλιση τους από γενιά σε γενιά, μέσα στους κόλπους της ίδιας κοινωνικής τάξης.[xiii] Άρα, συνάγεται από τα παραπάνω ότι το ζητούμενο δεν είναι η κατάργηση του καταμερισμού της εργασίας αυτού καθ’ εαυτού, αλλά η αποσύνδεση του από θεσμοποιημένα προνόμια και ιεραρχικές συνδηλώσεις που μπορούν να αποτελέσουν την βάση για την ανάπτυξη νέων δομών συγκέντρωσης δύναμης στο εσωτερικό της αυτόνομης κοινωνικής ολότητας. Άλλωστε, όπως σωστά παρατηρεί ο Φωτόπουλος, «υπάρχουν μερικά σαφή όρια στο κατά πόσο είναι δυνατό και επιθυμητό να μειωθεί ο βαθμός εξειδίκευσης ώστε να μη διακινδυνεύσουμε την επανεμφάνιση προβλημάτων που έχουν λυθεί προ πολλού (ιατρικά προβλήματα, αποχετευτικά προβλήματα κ.λπ.)».[xiv]

            Η εισαγωγή ενός συστήματος κυκλικής εναλλαγής της εργασίας και η ρητή κατοχύρωση της ατομικής ελευθερίας αναφορικά με το που θα επιλέξει ο καθένας να προσφέρει την εργασία του στο πλαίσιο της συμφωνημένης διαδικασίας παραγωγής βασικών κοινωνικών αγαθών, συνιστούν δύο μέτρα που θεσμοποιούν τις συνθήκες κατά τις οποίες αποφεύγεται η παγιοποίηση της κοινωνικής δραστηριότητας και η συνακόλουθη διαίρεση της κοινωνίας σε συμπαγή και ανταγωνιστικά ταξικά στρατόπεδα. Με άλλα λόγια, αποτρέπεται η αυτόματη αναπαραγωγή και κληρονομική ανάθεση των κοινωνικών ρόλων και η μονιμοποίηση των ορίων τους, χωρίζοντας έτσι την κοινωνική ολότητα σε διακριτές ομαδοποιήσεις με σαφώς αντικρουόμενες αντιλήψεις, αξίες και συμφέροντα. Ούτε υπάρχουν σε μια αχρήματη και ακρατική κοινωνία τα οικονομικά και πολιτικά μέσα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την συσσώρευση πολιτικής και οικονομικής δύναμης στα χέρια μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ή ακόμη κι ενός μεμονωμένου ατόμου. Άρα, στο πλαίσιο των θεσμικών διευθετήσεων της αυτόνομης κοινωνίας δεν είναι δυνατή η απόκτηση πολιτικής, οικονομικής ή κοινωνικής ισχύος από μια ομάδα έναντι των άλλων, ούτε και η ίδια η συγκρότηση σε ξεχωριστές ομάδες με ταξικά συμφέροντα ανεξάρτητα από εκείνα που έχει η αυτόνομη κοινωνική ολότητα.  Συνακόλουθα, η απουσία δομικών μέσων και προϋποθέσεων για την συγκέντρωση δύναμης και την θεσμοποίηση της σε κωδικοποιημένα προνόμια κι εξουσία, καθιστά αδύνατη την υλική έκφραση της κυριαρχίας μέσω οργανωμένων δομών και την αναπαραγωγή των δομών αυτών σε βάρος των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων.

            Οι κλασσικοί αναρχοκομμουνιστές από τον Λαφάργκ και τον Κροπότκιν, μέχρι τον Μπούκτσιν, εκφράζουν την άποψη ότι η εποχή της αφθονίας έχει ήδη καταφτάσει. Η ευημερία για όλους δεν είναι από αυτή την άποψη ζήτημα που άπτεται της αύξησης της παραγωγής και της μεγιστοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά ζήτημα δικαιότερης κατανομής του ήδη παραγόμενου κοινωνικού προϊόντος. Αυτό το είναι το πνεύμα που διαπερνά κάθε σελίδα των έργων του Κροπότκιν και του Λαφάργκ[xv], ενώ ο Μπούκτσιν διακατέχεται από μια παρόμοια πίστη στην απελευθερωτική προοπτική που κυοφορείται στην ανάπτυξη των τεχνολογικών μέσων είτε για την ολοκληρωτική χειραφέτηση της ανθρωπότητας από την τυραννία της εργασίας, ή τουλάχιστον για τον εξευγενισμό του περιεχομένου της. Πράγματι, σε συνθήκες ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, η πλήρης αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας αντί να αποτελεί εξέλιξη που δυνητικά μπορεί να απαλλάξει το προλεταριάτο από το βάρος του καθημερινού μόχθου, αντίθετα αντιπροσωπεύει μια υπαρξιακή απειλή για το προλεταριάτο, στον βαθμό που αυτό έχει ανάγκη να πουλήσει την εργασία του προκειμένου να προσποριστεί τα μέσα της επιβίωσης του στην καπιταλιστική κοινωνία. Από την άλλη, δεν αμφιβάλει κανείς ότι ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα που μια αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία οφείλει να θέσει στον εαυτό της, είναι η εφεύρεση μιας δημοκρατικής τεχνολογίας νέου τύπου, η οποία θα είναι διαποτισμένη με τις αξίες του ηγεμονικού κοινωνικού παραδείγματος της αυτονομίας και μέσω των επιστημονικών εφαρμογών της θα διευκολύνει την αυτοδιεύθυνση και θα υποστηρίζει και θα ενισχύει την διάδοση του αξιακού συστήματος της αυτονομίας. Το ιδανικό της εξάλειψης του ανθρώπινου μόχθου στο μέτρο του δυνατού, είναι σε θέση να συμβαδίσει με μια εμπειρική παρατήρηση των τεχνικών εφαρμογών της επιστήμης στις σύγχρονες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής.[xvi] Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να συνηγορήσει υπέρ της ουσιαστικής υποκατάστασης των συλλογικών θεσμών αυτοθέσμισης στη σφαίρα της πολιτικής και της οικονομίας, οι οποίοι θα διαμορφώσουν τις ουμανιστικές και οικολογικές αξίες που θα καθορίσουν σε τελική ανάλυση το περιεχόμενο της νέας τεχνολογικής υποδομής.


[i] I. Puente, Libertarian Communism, http://libcom.org/library/libertarian-communism.

[ii] Το ψήφισμα του εθνικού συνεδρίου της Ιταλικής Αναρχικής Ένωσης του 1920, αποφάνθηκε ότι το κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων άξιζε της υποστήριξης των Ιταλών αναρχικών για τους παρακάτω λόγους: «Το Συνέδριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το Συμβούλιο του εργοστασίου και το Συμβούλιο του τμήματος αντλούν την κύρια σημασία τους από το γεγονός ότι προβλέπουν την επικείμενη επανάσταση και ότι θα μπορέσουν να αποτελέσουν τα τεχνικά όργανα της απαλλοτρίωσης και της αναγκαίας και άμεσης συνέχισης της παραγωγής, τα οποία, όμως, αν συνεχίσει να υφίσταται η υπάρχουσα κοινωνία, θα υφίσταντο την κατασταλτική και συμβιβαστική επίδραση της. Θεωρεί τα εργοστασιακά Συμβούλια όργανα ικανά να οργανώσουν, εν όψει της επανάστασης, όλους τους παραγωγούς που εργάζονται χειρωνακτικά και πνευματικά, στον ίδιο τον χώρο της εργασίας τους και σύμφωνα με τους σκοπούς των αναρχοκομμουνιστικών αρχών: όργανα απολύτως αντικρατικά και πιθανοί πυρήνες της μελλοντικής διεύθυνσης της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής». Στο Π.-Κ. Μαζίνι, Αναρχικοί και Κομμουνιστές στο Κίνημα των Συμβουλίων στο Τορίνο (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 28.

[iii] Θα πρέπει εδώ να συμπληρώσουμε ότι κάποιοι καταλογίζουν στους κολλεκτιβιστές ότι ενώ τάσσονται υπέρ της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, παρόλα αυτά είναι υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας του τελικού προϊόντος, ειδικότερα σε ότι αφορά την ιδιοποίηση ολόκληρου του προϊόντος της ατομικής εργασίας. Αυτή η ένσταση πράγματι ίσχυε για τον πρώιμο κολλεκτιβισμό του Προυντόν, αλλά σίγουρα δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τα εξελιγμένα κολλεκτιβιστικά μοντέλα, όπως αυτό που προτείνει ο Φωτόπουλος. Κατά την άποψη μας, οι κυριότεροι εκπρόσωποι της κολλεκτιβιστικής, σοσιαλιστικής παράδοσης είναι οι Μπακούνιν, Καστοριάδης και Φωτόπουλος, ενώ οι βασικότεροι εκφραστές του αναρχοκομμουνιστικού ρεύματος είναι οι Κροπότκιν, Μαλατέστα, Μπούκτσιν.

[iv] S. Dolgoff, Αναρχικές Κολλεκτίβες (Διεθνής Βιβλιοθήκη).

[v] Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία – Δέκα Χρόνια Μετά (Ελεύθερος Τύπος), σσ. 392-443. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αναφερόμαστε εδώ στην «ελευθεριακή περίοδο» του προτάγματος της ΠΔ. Με την κρατικιστική στροφή που πραγματοποίησε ο Φωτόπουλος στο έργο του «Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ» (Γόρδιος), θεωρούμε πλέον ότι έχει θέσει εαυτόν οριστικά εκτός του ελευθεριακού στρατοπέδου. Παρ’ όλα αυτά, η θεωρητική δουλειά που έγινε κατά την διάρκεια της ελευθεριακής περιόδου του προτάγματος και κατέληξε στην διατύπωση ενός εμπεριστατωμένου οράματος για ένα αχρήματο οικονομικό μοντέλο δομημένο σε ελευθεριακές βάσεις, νομίζουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει χάσει την αξία του για το απελευθερωτικό κίνημα. Μια παρόμοια απόπειρα ανανέωσης των όρων του προτάγματος της αυτοδιαχείρισης είναι και η θεωρία των «συμμετοχικών οικονομικών» που διατύπωσαν οι M. Albert & R. Hahnel, στο έργο τους «Parecon: Life after Capitalism», χωρίς ωστόσο να συνιστά ένα ολοκληρωμένο πρόταγμα κοινωνικής απελευθέρωσης. Μάλιστα, όταν ο Hahnel παρουσίασε την θεωρία του περί «συμμετοχικού σχεδιασμού» στο συνέδριο της CNT που έγινε στην Βαρκελώνη το καλοκαίρι του 2011 (στο ίδιο συνέδριο πήρε μέρος και η ΠΔ), έγινε αποδέκτης των συντριπτικών επικρίσεων των Ισπανών και Καταλάνων αναρχικών που λίγο, πολύ απέρριψαν το συμμετοχικό όραμα του Hahnel ως υπερβολικά γραφειοκρατικό και, σε κάθε περίπτωση, ασύμβατο με μια ελευθεριακή κοινωνία.

[vi] R. Simon, Η τωρινή στιγμή, Blaumachen Καλοκαίρι 2011, σελ. 153.

[vii] Για μια κριτική αυτής της άποψης περί κατευθυντικότητας της ιστορικής εξέλιξης βλ. Τ. Φωτόπουλος, Για μια δημοκρατική απελευθερωτική ηθική, Περιοδικό Περιεκτική Δημοκρατία, τεύχος 20-21, σελ. 259-306.

[viii] «Η μελέτη των αναγκών δεν πρέπει να διέπει την παραγωγή; Θα ήταν, λοιπόν, τουλάχιστον λογικό να ξεκινήσουμε από εκεί και, εν συνεχεία, να εξετάσουμε πώς πρέπει να ενεργήσουμε συγκεκριμένα για να ικανοποιηθούν αυτές οι ανάγκες μέσω της παραγωγής». P. Kropotkin, Η Κατάκτηση του Ψωμιού (Ελεύθερος Τύπος), σελ. 242.

[ix] Ε. Μalatesta, Χωρίς Εξουσία (Ελεύθερος Τύπος), σελ.68.

[x]  P. Kropotkin, Αλληλοβοήθεια (Εκδόσεις Καστανιώτη), σελ. 217-239.

[xi] P. Kropotkin, Η Κατάκτηση του Ψωμιού, σελ.192-4.

[xii] P. Kropotkin, στο ίδιο, σελ. 253.

[xiii] «Είναι δυνατή η εξέλιξη των ικανοτήτων στα πλαίσια της σημερινής κοινωνίας; είναι δυνατή η εξέλιξη τους σήμερα σε μια κοινωνία η οποία θα εξακολουθήσει να έχει ως θεμέλιο της το κληρονομικό δικαίωμα; Κατά τεκμήριο, όχι. Διότι από την στιγμή κατά την οποία υφίσταται κληρονομιά, η σταδιοδρομία των παιδιών δεν θα είναι αποτέλεσμα των ικανοτήτων τους και της ατομικής τους αυτενέργειας. Θα είναι προ πάντων συνάρτηση της τύχης, του πλούτου, της εξαθλιώσεως των οικογενειών τους. ». Μ. Bakunin, Αντιεξουσιαστικός Σοσιαλισμός (Κατσάνος), σελ. 61-2.

[xiv] Τ. Φωτόπουλος, Για μια Δημοκρατική Αντίληψη της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grdn/dhmokratikh_episthmhs_texnologias_teyxos_3.htm.

[xv] Ο Λαφάργκ γράφει: ««Αυτές οι ατομικές και κοινωνικές αθλιότητες, όσο μεγάλες και αναρίθμητες κι αν είναι, όσο ατέρμονες κι αν φαίνονται, θα χαθούν σαν τσακάλια και ύαινες όταν εμφανίζεται το λιοντάρι, όταν θα πει το προλεταριάτο: ‘Το θέλω!’ Αλλά, για να αποχτήσει το προλεταριάτο συνείδηση της δύναμης του, πρέπει να τσαλαπατήσει τις προκαταλήψεις της χριστιανικής, οικονομίστικης φιλελεύθερης ηθικής. Πρέπει να επιστρέψει στα φυσικά του ένστικτα, να προκηρύξει τα δικαιώματα στην τεμπελιά, χίλιες φορές ευγενέστερα και ιερότερα από τα φθισικά Δικαιώματα του Ανθρώπου, μαγειρεμένα από δικηγόρους- μεταφυσικούς της αστικής επανάστασης. Να συγκατατεθεί σε μιαν εργασία που να μην υπερβαίνει τις τρεις ώρες ημερησίως, και να τεμπελιάζει και να ευωχείται όλη την υπόλοιπη μέρα και νύχτα». Στο Paul Lafargue, Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά (Εκδόσεις «Το Ποντίκι», 1998) σελ. 32-33.

[xvi] Για του λόγου το αληθές, κάποιος δεν χρειάζεται παρά να ρίξει μια ματιά στις υπερσύγχρονες και σχεδόν εξολοκλήρου αυτοματοποιημένες εργοστασιακές μονάδες που διατηρεί η BMW στο Μόναχο και το Landshut της Γερμανίας. Στο http://www.youtube.com/watch?v=fzjkuIF2yaw

3 σκέψεις σχετικά με το “Ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον μυθικό κομμουνισμό”

  1. Καλησπέρα! Πολύ εμπεριστατωμένο άρθρο. Θα ήθελα να με διαφωτίσεις σχετικά με την έννοια «ελευθεριακός σοσιαλισμός». Σε ποιους θεωρητικούς ή σε ποια θεωρητικά προτάγματα αποκρυσταλλώνεται η ουσία του ελευθεριακού σοσιαλισμού ως διακριτικού και διαφορετικού τρόπου οργάνωσης της οικονομικής ζωής της ακρατικής ελευθεριακής κοινωνίας; Θα μπορούσαμε να τον προσθέσουμε στα ήδη μέχρι τώρα οικονομικά μοντέλα που προτάθηκαν στα πλαίσια της αναρχικής θεώρησης (μουτουαλισμός, κολλεκτιβισμός, κομμουνισμός);

Σχολιάστε