Οι «φίλοι» του Λαού

Οι νεοφιλελεύθεροι διαμορφωτές του δημόσιου διαλόγου αποκαλούν υποτιμητικά «λαϊκιστές» όσους υποστηρίζουν ότι ενάντια σε ένα οικονομικό σύστημα που φαίνεται πρόθυμο να καταβροχθίσει τις σάρκες του για να επιβιώσει, η πολιτική και η οικονομία οφείλουν να λειτουργούν με τρόπο που θα αποβαίνει σε όφελος της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας και όχι μόνο σε όφελος των πλούσιων και των ισχυρών. Η λειτουργική διάκριση γύρω από την οποία δομείται το πολιτικό μας σύστημα διαμορφώνεται ως εξής: Από την μία έχουμε το στρατόπεδο του «επιστημονικού μάνατζμεντ» της πολιτικής και της οικονομίας, τους αυτοαποκαλούμενους ρεαλιστές τεχνοκράτες που υποτίθεται ότι παίρνουν στα σοβαρά την ευθύνη που συνεπάγεται το αξίωμα τους κι έχουν επίγνωση των ορίων που θέτει η κρατική οικονομική δυσπραγία στο κυβερνητικό τους έργο. Από την άλλη, έχουμε τους έξαλλους εξουσιολάγνους της Αριστεράς που δεν διστάζουν να τάξουν «λαγούς με πετραχήλια» στον κοσμάκη, να συμπορεύονται με τα απομεινάρια του πελατειακού κράτους και να χαϊδεύουν τα αυτιά των ψηφοφόρων, σε μια απόπειρα να εκμεταλλευτούν την κοινωνική δυσαρέσκεια για δικό τους πολιτικό όφελος.
Αυτός ο διαχωρισμός ανάμεσα στους «καλούς» και τους «κακούς» του πολιτικού συστήματος δεν αποτελεί συγκυριακή εξέλιξη. Αντίθετα, πρόκειται για την βασική αντίθεση γύρω από την οποία δομεί τον λόγο της η σύγχρονη πολιτική εξουσία. Όταν ο Τζ. Μπους διέταξε την πανίσχυρη πολεμική μηχανή των ΗΠΑ να ισοπεδώσει το Ιράκ, αγνοώντας την συντριπτική αντίθεση της Αμερικανικής κοινής γνώμης στα πολεμοχαρή σχέδια του, διακήρυξε με μπόλικο θράσος ότι στον «μεγάλο ηγέτη» πέφτει το βάρος να παίρνει δύσκολες αποφάσεις που μπορεί να μην είναι αρεστές στον πολύ κόσμο. Ο ηγέτης ξέρει καλύτερα αφού έχει πρόσβαση στην πλήρη εικόνα της κατάστασης, σε αντίθεση με τον αφελή και ημιμαθή λαό που δεν γνωρίζει πάντα τι είναι προς το συμφέρον του. Από την άλλη, στο βιβλίο του «Σύγχρονη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος», ο φιλελεύθερος βρετανός ιστορικός R. Clogg, επαναφέρει τη σύγκριση ανάμεσα στον «σοβαρό» και «υπεύθυνο» πολιτευτή Χ. Τρικούπη και τον λαοπλάνο αντίπαλο του Δηλιγιάννη. Σύμφωνα με τον Clogg, ο Τρικούπης πάσχιζε να ανορθώσει τα οικονομικά του νεοελληνικού κράτους εφαρμόζοντας αντιδημοφιλή μέτρα τα οποία είχαν σαν επακόλουθο πολιτικό κόστος για τον ίδιο και την παράταξη του. Αντίθετα, ο Δηλιγιάννης καραδοκούσε στην γωνία για να εκμεταλλευτεί την δυσαρέσκεια που προκαλούσαν οι πολιτικές του Τρικούπη για προσωπικό του συμφέρον και κατέστρεφε κάθε φορά με την αλόγιστη πολιτική του όσα με πολύ κόπο είχε δημιουργήσει ο Τρικούπης στην προηγούμενη κυβερνητική θητεία του. Τελικό επακόλουθο αυτής της εναλλαγής των δύο ανδρών στην εξουσία ήταν η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους και η επιβολή από τις Μεγάλες Δυνάμεις του ταπεινωτικού καθεστώτος της επιτροπείας, το 1893.
Στις ζοφερές μέρες που διανύουμε, το παραδειγματικό εξουσιαστικό δίπολο αναπαράγεται με τον διαχωρισμό ανάμεσα στις «υπεύθυνες», φιλο-μνημονιακές δυνάμεις που από πατριωτικό καθήκον έχουν αναλάβει να φέρουν σε πέρας επώδυνες και λαομίσητες «μεταρρυθμίσεις» προκειμένου να «σώσουν τη χώρα» και τους δημαγωγούς που υπονομεύουν συστηματικά το «θεάρεστο» έργο της κυβέρνησης αποβλέποντας στην άνοδο τους στην εξουσία, χωρίς ωστόσο να διαθέτουν μια «ρεαλιστική» στρατηγική εξόδου από την κρίση. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά θα μας πείσει ότι ο λαϊκισμός δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της μίας ή της άλλης μερίδας του πολιτικού συστήματος. Η πολιτική προπαγάνδα της δικομματικής χούντας περί «ανάπτυξης» κι «εξόδου στις αγορές» δεν είναι λιγότερο διφορούμενη από εκείνη της αντιπολίτευσης που υπόσχεται την ολική επαναφορά στο προηγούμενο μοντέλο του ελληνικού καπιταλισμού χωρίς την παραμικρή θυσία ή αναταραχή. Οι εργαζόμενοι καλούνται να υποστούν αδιαμαρτύρητα την δραματική χειροτέρευση του επιπέδου διαβίωσης τους, εναποθέτοντας τις ελπίδες τους στο θολό όραμα μιας αφηρημένης «ανάπτυξης» τον χρονικό ορίζοντα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της οποίας κανένας δεν μπαίνει στον κόπο να περιγράψει και να αναλύσει.
Η «ανάπτυξη» που μας υπόσχονται μέσω της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων έχει σαν κινητήρια δύναμη την επιβολή «ειδικών οικονομικών ζωνών», την καταβαράθρωση των μισθών, την διάλυση της εργατικής νομοθεσίας, την άγρια εκμετάλλευση του φυσικού μας πλούτου. Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον αχαλίνωτου ανταγωνισμού, μόνο με αυτήν την προϋπόθεση θα πειστούν οι πολυεθνικές να μεταφέρουν τα περιοδεύοντα κεφάλαια τους στην Ελλάδα αντί να τα πάνε, για παράδειγμα, στην Βουλγαρία, εφόσον έχει προηγούμενα διαμορφωθεί το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο που θα τους εξασφαλίζει απόλυτη ελευθερία κινήσεων και θα τους επιτρέπει να μεγιστοποιήσουν την κερδοφορία τους ανεξάρτητα από το κοινωνικό ή περιβαλλοντικό κόστος που μπορεί να προξενήσουν οι δραστηριότητες τους. Θα μπορούσαμε μάλιστα να παρομοιάσουμε αυτό το καθεστώς απόλυτης επιχειρηματικής ελευθερίας που παραχωρείται στις πολυεθνικές, με την ασυλία που είχαν εξασφαλίσει οι ΗΠΑ για λογαριασμό των στρατευμάτων τους στο κατεχόμενο Ιράκ. Και φυσικά δεν πρόκειται για μια φάση μετάβασης προς ένα καλύτερο μέλλον, αλλά για μια μόνιμη και μη-αναστρέψιμη κατάσταση που εκπορεύεται από την στρατηγική επιλογή των ελίτ που κυβερνούν να εγκαταστήσουν στην Ελλάδα ένα καπιταλιστικό μοντέλο μπανανίας. Σε αυτή την περίπτωση όπου τίποτα πια δεν μένει για να υποσχεθεί κανείς, ο λαϊκισμός των επαγγελματιών πολιτικών που διαχειρίζονται την εξουσία προσλαμβάνει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ο λόγος της εξουσίας παίρνει τόνο αυστηρού δασκάλου και γίνεται τιμωρητικός, σχεδόν εκδικητικός. Σταματά να χαϊδεύει τα αυτιά, δεν κολακεύει θυμικά και συνειδήσεις, αλλά ψέγει τους πολίτες για τα ελαττώματα τους και τους πετάει το μπαλάκι της ευθύνης εκεί όπου η ευθύνη πρέπει να αναζητηθεί σε αυτούς που τόσα χρόνια έπαιρναν τις αποφάσεις και υλοποιούσαν την κυβερνητική πολιτική. Το επονείδιστο «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου, λίγο απέχει από το «λεφτά υπάρχουν» του Παπανδρέου. Είναι και τα δύο, οι δύο όψεις του ίδιου λαϊκίστικου νομίσματος.
Ο λαϊκισμός λοιπόν πρωτίστως συνίσταται στην αναπαραγωγή και δικαιολόγηση του διαχωρισμού ανάμεσα σε άρχοντες και αρχόμενους και γι’ αυτό αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του αντιπροσωπευτικού πολιτικού συστήματος. Οι σκληροπυρηνικοί νεοφιλελεύθεροι τύπου Μανδραβέλη και Μπ. Παπαδημητρίου εγκαλούν συλλήβδην όλους τους ιδεολογικούς αντιπάλους τους για δημαγωγία και «λαϊκισμό». Απαξιώνουν ακόμη και φιλολαϊκά καθεστώτα όπως αυτό του εκλιπόντος Τσάβεζ στην Βενεζουέλα με τον χαρακτηρισμό του «λαϊκίστικου», παριστάνοντας ότι δεν βλέπουν τις χειροπιαστές βελτιώσεις που έχουν επιφέρει οι μεταρρυθμίσεις που επέβαλε το μπολιβαριανό καθεστώς στις ζωές των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων της κοινωνίας. Ωστόσο, αν όσοι πολιτικοί ισχυρίζονται πως έχουν τη διάθεση να εργαστούν για να βοηθήσουν τους αδύναμους και να πάρουν μέτρα που θα συμβάλλουν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων είναι εξορισμού «ψεύτες», «απατεώνες» και «λαμόγια», όπως διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους τα νεοφιλελεύθερα παπαγαλάκια, συνεπάγεται από αυτό ότι εξορισμού ο ρόλος του επαγγελματία πολιτικού σε μια αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» δεν μπορεί να είναι άλλος απ’ το να υπηρετεί τον πλούσιο και τον ισχυρό, ενώ ξεζουμίζει παράλληλα τους εργαζόμενους και τους βιοπαλαιστές μέχρι τα έσχατα όρια της οικονομικής αντοχής τους. Είναι σαν να παραδέχονται έμμεσα οι εκπρόσωποι του νεοφιλελεύθερου μπλοκ εξουσίας ότι κανένα «φιλολαϊκό» μέτρο δεν μπορεί να καρποφορήσει και καμιά άνοδος του επιπέδου διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων δεν γίνεται να πραγματοποιηθεί μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Σε αυτήν την περίπτωση όμως είναι το οικονομικό σύστημα που θέλει τους φτωχούς να γίνονται φτωχότεροι και τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι, το οποίο επιβάλλεται να αντικατασταθεί και όχι οι «λαϊκιστές» πολιτικοί. Παράξενη ταύτιση αλήθεια των γραβατωμένων πολιτικών αναλυτών του ομίλου ΣΚΑΙ και της «Καθημερινής» με εκείνους τους ασυμβίβαστους κοινωνικούς αγωνιστές που βρίσκονται στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος και προτάσσουν την βίαιη ανατροπή του πολιτικοοικονομικού συστήματος σαν μοναδική λύση για τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι φτωχοί, οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι και οι χαμηλόμισθοι μέσα στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία.
Ενάντια στις επιταγές της κοινής λογικής, οι οπαδοί του μνημονίου προσπαθούν να μας πείσουν να περιβάλλουμε με την εμπιστοσύνη μας την ίδια εκείνη πολιτική συμμορία που έφερε την χώρα στο χείλος του γκρεμού κι εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να απεργάζεται την καταστροφή μας. Πρόκειται για το σάπιο σύστημα του δικομματισμού που διέλυσε την κοινωνία, κατάκλεψε τα εισοδήματα των πολιτών, ξάφρισε τα συνταξιοδοτικά και ασφαλιστικά ταμεία και τελικά δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό να βάλει σε υποθήκη τις ζωές μας προκειμένου να διασώσει το φαύλο πολιτικό και οικονομικό σύστημα που υπηρετεί. Τούτο το εγκληματικό σύμπλεγμα εξουσίας υπόσχεται «ανάπτυξη» με τον ίδιο τρόπο που ο Στάλιν υποσχόταν την έλευση ενός κομμουνιστικού παραδείσου στο μέλλον, προκειμένου να δικαιολογήσει την επιβολή της στυγνής δικτατορίας του στο παρόν. Αναμφίβολα, υπάρχουν πολιτικοί, κόμματα και παρατάξεις που δεν διστάζουν να μοιράσουν ανεδαφικές υποσχέσεις με μοναδικό στόχο την ανάδειξη τους σε ηγεμονική πολιτική δύναμη. Εκείνοι όμως που βιάζονται να κατηγορήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ότι με τις φιλολαϊκές εξαγγελίες του ρέπει προς τον λαϊκισμό, καλά θα κάνουν να αναρωτηθούν ποια θα ήταν η τύχη οποιουδήποτε πολιτικού συστήματος το οποίο δεν θα ήταν σε θέση να προσφέρει ένα ψήγμα ελπίδας και μια εναλλακτική λύση στους υπηκόους του.
Σε τελική ανάλυση ο λαϊκισμός είναι το μέσον χάρη στο οποίο οι ευρισκόμενοι σε ηγετικές θέσεις επιχειρούν να γεφυρώσουν το χάσμα που ανακύπτει με φυσικό τρόπο ανάμεσα σε αυτούς και τις «μάζες» που έχουν κάτω από την κυριαρχία τους. Είναι το ιδεολογικό όχημα που επιστρατεύουν οι ελίτ για να δημιουργήσουν μια πλασματική κοινότητα συμφερόντων, έναν συναισθηματικό δεσμό με αυτούς που εξουσιάζουν. Ακόμη περισσότερο είναι το τέχνασμα που χρησιμοποιούν οι κυβερνώντες για να διαιωνίζουν την γενικευμένη άγνοια των κυβερνώμενων και ενίοτε ακόμη και να μεταθέτουν σε αυτούς τις ευθύνες που βαρύνουν τους ίδιους για τις αποτυχίες τους ως ηγέτες και κατέχοντες την πολιτική εξουσία. Η κοινή συνισταμένη ανάμεσα στον λαϊκισμό της κυβέρνησης και τον λαϊκισμό της αντιπολίτευσης είναι ότι και οι δύο ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν τι είναι καλό για εμάς, καλύτερα από εμάς. Και οι δυο αντιμετωπίζουν τον λαό σαν μια ανεγκέφαλη μάζα, ανίκανη να εκφέρει άποψη κι επιρρεπή τόσο στον εκφοβισμό, όσο και στην κολακεία. Με άλλα λόγια, και οι δύο υπόσχονται ότι θα μας σώσουν από τους εαυτούς μας. Το ερώτημα βέβαια που παραμένει άλυτο από την εποχή του ρωμαίου ποιητή Ιουβενάλιου είναι «quis custodiet ipsos custodes»; Ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες;

One thought on “Οι «φίλοι» του Λαού”

Σχολιάστε