Καινά δαιμόνια. Ή μήπως όχι;

garden of praise rapahael

«Εν αντιθέσει στις μέρες μας, έχουμε δυσκολία να φανταστούμε έναν κόσμο που θα είναι ριζικά καλύτερος από τον δικό μας, ή ένα μέλλον που δεν θα είναι στην ουσία του δημοκρατικό και καπιταλιστικό».

Φράνσις Φουκουγιάμα, «Το Τέλος της Ιστορίας»

Το 1992, ο Φ. Φουκουγιάμα βιάστηκε να διακηρύξει ότι βρισκόμασταν πλέον στο κατώφλι του τέλους της ιστορίας. Η κατάρρευση του φιλοσοβιετικού μπλοκ, σηματοδοτούσε τον θρίαμβο του υπαρκτού καπιταλισμού επί του ιδεολογικού του αντιπάλου. Είχαμε φτάσει στα πρόθυρα της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας. Της έλευσης μιας νέας εποχής όπου είχαν πλέον δημιουργηθεί οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για την θεσμοποίηση της  καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Κανείς δεν βρέθηκε τότε για να υπενθυμίσει στον νεοφιλελεύθερο ονειροπόλο, ότι κάθε τέλος σηματοδοτεί και μια καινούρια αρχή. Το ζήτημα της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ μας δίνει μια γεύση του πώς είναι να βλέπει κανείς την Ιστορία, με την μεγαλεπήβολη έννοια που έδινε σε αυτήν ο Έγελος ως μια μεστή νοήματος και γραμμική εξελικτική διαδικασία, να βάζει όπισθεν και να ανατρέπει παγιωμένες καταστάσεις που πολλοί θεωρούσαν ότι είχαν τον χαρακτήρα ενός ευρωπαϊκού αναπόφευκτου πεπρωμένου. Στον βαθμό που το ζήτημα της εξόδου αναδεικνύει τις υπαρκτές διαφωνίες και τον οικονομικό ανταγωνισμό στο εσωτερικό της νεομπουρζουαζίας και φτάνει να προκαλέσει την κατάρρευση της κυβέρνησης των Συντηρητικών, χρήζει περαιτέρω ερμηνείας και ανάλυσης από την σκοπιά της ριζοσπαστικής κοινωνικής θεωρίας και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλό επιφαινόμενο χωρίς ουσιαστικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να παρασυρόμαστε σε χιλιαστικού τύπου συμπεράσματα και διαπιστώσεις. Η υποτιθέμενη στροφή που πήρε η ιστορία προς το άγνωστο, μπορεί να αποδειχτεί βραχύβια, ή μπορεί να διαφανεί τελικά ότι καθόλου δεν συνέβη. Η στάση που υιοθέτησε ο αναρχικός χώρος της Βρετανίας γύρω από το ζήτημα εκτείνεται από τον γνωστό τυποποιημένο λόγο της ορθοδοξίας περί «διλημμάτων που δεν μας αφορούν», μέχρι την ενεργή στήριξη στο στρατόπεδο που τασσόταν υπέρ της παραμονής, π.χ. από μια μερίδα του antifa κινήματος, προφανώς υποκινούμενο από μια διάθεση αντιπαράθεσης προς τις εγχώριες δυνάμεις της ακροδεξιάς που υποστήριξαν την έξοδο. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην κάνουμε την εύλογη παρατήρηση ότι εφόσον αναγάγουμε την αφ’ υψηλού αποστασιοποίηση του αναρχικού χώρου από τις εξελίξεις σε πολιτικό κανόνα και θεωρούμε μόνιμα ότι η πραγματικότητα της συγκυρίας δεν μας αφορά (η ίδια διάθεση αποστασιοποίησης εκφράστηκε και από κομμάτια του εγχώριου κινήματος στο δημοψήφισμα του 2015), μήπως διατρέχουμε τον κίνδυνο να βρεθούμε εμείς οριστικά εκτός της κοινωνικής πραγματικότητας και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αυτό-αναιρεθούμε σαν ενεργή πολιτική δύναμη που επηρεάζει και παρεμβαίνει στα πράγματα.

Κατά την άποψη μας, δυο είναι τα θεμελιώδη ζητήματα που τίθενται για τους αναρχικούς με αφορμή την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Πρώτο ζήτημα είναι αυτό της, κατά τους μεταρρυθμιστές λεγόμενης, «επαναστατικής θεολογίας». Δηλαδή, της υποτιθέμενης τάσης των ριζοσπαστικών κύκλων να αναπέμπουν την επίλυση των πιεστικών κοινωνικών προβλημάτων σε ένα ακαθόριστο μέλλον, όταν η επανάσταση θα έχει επικρατήσει και όλα θα πηγαίνουν κατ’ ευχή.[i] Εφόσον τούτος ο ισχυρισμός περιείχε την παραμικρή δόση αλήθειας, θα ήταν λογικό κανείς να υποστηρίξει ότι οποιαδήποτε τρέχουσα εξέλιξη αφορά την πραγματοποίηση αλλαγών στο υπάρχον σύστημα θα πρέπει να απασχολεί αποκλειστικά και μόνο τους ρεφορμιστές και να αφήνει παγερά αδιάφορους τους αντισυστημικούς κοινωνικούς αγωνιστές, οι οποίοι αποβλέπουν σε έναν καθολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ωστόσο, η άποψη αυτή στερείται λογικής βάσης μιας και η ίδια η απελευθερωτική κοινωνική θεωρία έχει στον πυρήνα της την διερώτηση με τρόπο συστηματικό κι οργανωμένο, γύρω από την δυνατότητα, ή ακόμη και την επιθυμητότητα, επιβολής αλλαγών προς μια φιλολαϊκή κατεύθυνση μέσα στα όρια που προδιαγράφει το θεσμικό πλαίσιο του συστήματος της οικονομίας της αγοράς. Ειδομένη από αυτή τη σκοπιά, η θέση ότι το δίλημμα που τίθεται από το βρετανικό δημοψήφισμα «δεν μας αφορά», είναι, τρόπον τινά, αυτοαναφορική και μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Με άλλα λόγια, αν δεχτούμε ότι το σύστημα δεν είναι δυνατό να «αλλάξει», τότε μπορούμε να αποφανθούμε a priori και χωρίς πολύ κόπο πως δεν αξίζει να επεξεργαστούμε μια αναρχική πολιτική θέση αναφορικά με την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ και το πώς η εξέλιξη αυτή μπορεί να επιδράσει στις τύχες του επαναστατικού κινήματος, στη Βρετανία και αλλού. Αλλά, όπως είπαμε, μια τέτοια στάση είναι μάλλον αυτάρεσκη όσο είναι κι αυτοαναφορική. Ο συλλογισμός είναι κυκλικός και καταλήγει εν τέλει να δικαιώνει εσαεί τις ιδεολογικοποιημένες μαξιμαλιστικές θέσεις του επαναστατικού στρατοπέδου.

Το δεύτερο ζήτημα που ανακύπτει έχει να κάνει με το συστημικό χαρακτήρα της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς κι αν αυτή είναι αναστρέψιμη μέσω της βουλησιαρχικής προσέγγισης που υποδηλώνει η προσφυγή σε ένα δημοψήφισμα από-τα-πάνω. Ο συστημικός χαρακτήρας του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης δεν θα πρέπει εδώ να εκλαμβάνεται ότι συνεπάγεται έναν μονομερή και απόλυτο ντετερμινισμό των δυνάμεων της οικονομικής βάσης, όπως συμβαίνει στην μαρξιστική σκέψη, ή τον καταναγκαστικό χαρακτήρα μιας παντοδύναμης ιστορικής αναγκαιότητας, που δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο παρέκκλισης στη συνειδητή δραστηριότητα των κοινωνικών υποκειμένων. Αν υπερθεματίζουμε ότι η διεθνοποίηση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς έχει τις ρίζες της σε αλλαγές στις «αντικειμενικές» συνθήκες που συντελέστηκαν στο πεδίο της οικονομίας, όπως είναι λόγου χάρη η άνοδος των πολυεθνικών, τούτο δεν σημαίνει ότι ο οικονομικός παράγοντας επικαθορίζει και προεξοφλεί κατά οποιονδήποτε τρόπο την έκβαση της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ούτε όμως μπορεί να σημαίνει ότι ο άκρατος βολονταρισμός και η άγνοια της κοινωνικής πραγματικότητας που διαμορφώνουν οι εξουσιαστικές δομές της θεσμισμένης ετερονομίας μπορεί να οδηγήσει το κίνημα σε ευεργετικά αποτελέσματα. Εκείνο που κατά την γνώμη μου πρέπει να έχουμε κατά νου είναι ότι ένα σύστημα λειτουργεί σύμφωνα με ένα σύνολο κανόνων στους οποίους τα μέρη που συμμετέχουν ή υπόκεινται σε αυτό είναι υποχρεωμένα να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους. Από την άλλη, η δυνατότητα που έχει το σύστημα να αναπαράγεται εξαρτάται ακριβώς από την ικανότητα του να εκμαιεύει τέτοιες συμπεριφορές. Δηλαδή, να εξαναγκάζει μέσω της συνδυασμένης ισχύος μιας πληθώρας μηχανισμών καταναγκασμού και πειθάρχησης που έχει στη διάθεση του τα υποκείμενα που έχει κάτω από την κυριαρχία του, να συμπεριφέρονται και να ενεργούν με έναν συγκεκριμένο και προμελετημένο τρόπο. Υπό αυτή την έννοια, μέσα στο θεσμικό πλαίσιο του ετερόνομου συστήματος οι επιλογές και τα αποτελέσματα της δράσης του ανθρώπου είναι μετρήσιμα, προβλέψιμα και περιορισμένα. Είναι αυτό που ο Καστοριάδης αποκαλούσε πολιτική «πράξις» που έχει τη δύναμη να υπερκεράσει τα όρια που θέτει η ιστορική συγκυρία και καθιστά εκ νέου τον ανθρώπινο παράγοντα στοιχείο καταλυτικό για τη διαδικασία της ιστορικής εξέλιξης, αντί ενός παθητικού δέκτη των εξελίξεων.[ii] Και για να υπάρξει η «πράξις» σαν καταγεγραμμένο ιστορικό μέγεθος θα πρέπει κατά πρώτο να είναι μαζική, να υπερβαίνει δηλαδή την εξατομίκευση που επιβάλλει το σύστημα στο κοινωνικό σώμα και να εκπηγάζει από τις επιθυμίες και τα συμφέρονται ενός συλλογικά οργανωμένου πολιτικοκοινωνικού φορέα. Και δεύτερο θα πρέπει να αποβλέπει ρητά και συνειδητά στον καθολικό μετασχηματισμό της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας μέσω της επικράτησης ενός εναλλακτικού ταξικού φαντασιακού. Όταν οι παραπάνω προδιαγραφές πληρούνται, διαμορφώνονται οι συνθήκες για να τροποποιηθεί ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στο «αντικειμενικό» και το «υποκειμενικό» στοιχείο, η συνοχή των απανταχού συστημάτων διασαλεύεται και οι απρόσωπες ταξικές διακρίσεις δύναται να υποκύψουν και να παραμεριστούν από την δημιουργική δράση των αυτοστοχαστικών κοινωνικών υποκειμένων που στοχεύουν στην κατάργηση τους.

Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ επουδενί δεν αποτελεί αφ’ εαυτής την ικανή συνθήκη για την μετάβαση σε ένα αυτόνομο κοινωνικό παράδειγμα. Είναι όμως μια σημαντική εξέλιξη από τουλάχιστο δύο άλλες απόψεις, τις οποίες δεν θα ήταν συνετό να παραβλέψουμε. Καταρχάς, όλες εκείνες οι δακρύβρεχτες αφηγήσεις της ευρώδουλης καθεστωτικής Αριστεράς που κινδυνολογούν ακατάσχετα για μια ενδεχόμενη επανάκαμψη της Βρετανίας στον μπαμπούλα του έθνους-κράτους, δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι μια πραγματική επιστροφή στο έθνος-κράτος συνεπάγεται μια επιστροφή στον κρατισμό σαν μέθοδο διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας. Πουθενά στο πρόγραμμα του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) δεν διαφαίνεται η πρόθεση του να καταφύγει στον οικονομικό προστατευτισμό προκειμένου να ανασυγκροτήσει εκείνους τους παραγωγικούς κλάδους της αγγλικού καπιταλισμού που επλήγησαν διαχρονικά από τη συμμετοχή της Βρετανίας στην ΕΕ. Αν μάλιστα υπάρχει ένα πράγμα που ο δημαγωγός ηγέτης του UKIP, Νάιτζελ Φάρατζ, υποσχέθηκε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του υπέρ της αποχώρησης, αυτό ήταν ότι η Βρετανία θα επιστρατεύσει όλη την οικονομική, στρατιωτική και διπλωματική ισχύ που έχει στη διάθεση της, προκειμένου να εξασφαλίσει μέσω διμερών διαπραγματεύσεων προνομιακούς όρους για τις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές της Βρετανίας με την ΕΕ. Αδυνατεί λοιπόν κανείς να καταλάβει τον λόγο που η Βρετανία μπήκε στον κόπο να δρομολογήσει την αποχώρηση της από την ΕΕ, στο βαθμό που αυτό που φαίνεται να επιθυμούν οι πολιτικές δυνάμεις που στήριξαν το αίτημα της εξόδου είναι η διατήρηση στενών εμπορικών και οικονομικών δεσμών με την ΕΕ, στην κοινή αγορά της οποίας μετείχαν μέχρι πρότινος. Ούτε είναι νοητή η επιβολή παρατεταμένων εμπορικών κυρώσεων απέναντι στη Βρετανία, αφού μια τέτοια εξέλιξη θα δυσαρεστούσε πρωτίστως μια μεγάλη μερίδα του ευρωπαϊκού πολυεθνικού κεφαλαίου του οποίου η πρόσβαση και οι σχέσεις με την βρετανική αγορά είναι ιδιαίτερα επωφελείς. Δεδομένων των παραπάνω, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε πότε θα αντιληφτούν τα λαϊκά στρώματα που έριξαν συντριπτικά το ειδικό βάρος τους πίσω από το brexit, το μέγεθος της πολιτικής απάτης που ενσαρκώνει το μονοθεματικό κομματικό μόρφωμα του Φάρατζ κι αν η οδυνηρή αυτή διαπίστωση θα τους οδηγήσει να κάνουν το επόμενο λογικό βήμα που θα τους φέρει πιο κοντά στη δημιουργία των συνθηκών για την απελευθέρωση τους. Η έξοδος από την ΕΕ δεν είναι απλά ζήτημα ακύρωσης ενός νομικού εγγράφου. Εφόσον δεν συντελεστεί με όρους κινήματος, δεν πρόκειται να επιφέρει κάποια αξιοσημείωτη ρήξη με το ετερόνομο κοινωνικό παράδειγμα. Όπως έχουμε γράψει και παλαιότερα, είναι αδύνατο για την ΕΕ να επιβιώσει χωρίς τα κράτη. Το Κράτος όμως μπορεί θαυμάσια να επιβιώσει και χωρίς την ΕΕ.

Και φυσικά η παραμονή στην ΕΕ δεν αποτελεί κανενός είδους εχέγγυο για μια πολιτισμική ηγεμονία των αξιών και των ιδεών που είναι αντίθετες σε αυτά που πρεσβεύει το εξουσιαστικό ιδεολόγημα του εθνικισμού και του σοβινισμού. Εδώ, όπως και σε άλλα πράγματα, η ρητορική της τάξης των μανδαρίνων των Βρυξελλών είναι σκόπιμα συγκεχυμένη και περισσότερο συσκοτίζει, παρά ξεδιαλύνει τα πράγματα. Η ιδεολογική ταυτότητα του νεοφιλελεύθερου ευρωπαϊστή, μπορεί να ορίζεται μέσα από την αντίθεση του σε πολλά πράγματα, όπως είναι ο παρανοϊκός αντικομμουνισμός των λαών της Βαλτικής, ο υποτιθέμενος αντιεθνικισμός και ο αντιρατσισμός των απανταχού εκσυγχρονιστών νεομπουρζουάδων, ή ο διάχυτος αντιαναρχισμός του ημιφασιστικού ελλαδικού προτεκτοράτου, δυσκολεύεται ωστόσο να περιγράψει τις θετικές αξίες που υπερασπίζεται και να τις μετουσιώσει σε πολιτική άποψη. Θα μπορούσε αυτό να οφείλεται στην ιστορική καταγωγή του νεοφιλελευθερισμού σαν κίνημα αντίδρασης των ελίτ που είχε σκοπό να καταργήσει και να σαρώσει τις κολεκτιβιστικές κατακτήσεις της σοσιαλδημοκρατικής περιόδου. Ένα κίνημα δηλαδή κατ’ εξοχήν αρνητικό, μια αντεστραμμένη εικόνα της περιόδου της σοσιαλδημοκρατίας. Όπως και να ‘χει, αν το ιδεολογικό αφήγημα του εθνικισμού είναι κατακριτέο επειδή ενθαρρύνει και εξιδανικεύει μάλιστα την περιχαράκωση ή την κρατική επιθετικότητα, την καταπίεση ανάμεσα στις τάξεις και τις ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους λαούς, το αντίθετο του δεν είναι ο νεοφιλελεύθερος κοσμοπολιτισμός της ΕΕ, αλλά ο διεθνισμός των απανταχού προλεταριακών στρωμάτων, ο οποίος ακυρώνει τη σημασία των παραπάνω ταξικών διαχωρισμών, συσπειρώνοντας τους λαούς γύρω από ένα πρόγραμμα ενοποίησης από-τα-κάτω, σύμφωνα με τις αρχές της αυτονομίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Όσο κι αν τα παπαγαλάκια του συστήματος διερωτώνται σε τόνους μελοδραματικούς, «Είναι καταδικασμένη σε διάλυση η Ευρωπαϊκή Ένωση; Είναι καταδικασμένη κάθε προσπάθεια του ανθρώπου να αποκτήσει ασφάλεια και ευημερία μέσω συλλογικών συνεννοήσεων; Είμαστε ‘προγραμματισμένοι’ να οραματιζόμαστε το καλό αλλά να υποκύπτουμε γρήγορα στο φόβο και στην επιθετικότητα, προβάλλοντας με περισσή ευκολία τον χειρότερο μας εαυτό;»[iii], δεν μπορούν παρόλα αυτά να μας εξηγήσουν σε τι διαφέρει η άνωθεν ενοποίηση της ΕΕ, με τις άτυπες πολιτικές ιεραρχίες και τις δραματικές κοινωνικές ανισότητες που εκτρέφει στο εσωτερικό της, από την ενοποίηση που συντελέστηκε ιστορικά από-τα-πάνω, κάτω από την αιγίδα των μεγάλων αυτοκρατοριών του παρελθόντος. Η φιλοδοξία να «ενώσουν την Ευρώπη» ήταν κοινή άλλωστε σε όλους τους κατακτητές. Από τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Ρωμαίο φιλόσοφο-αυτοκράτορα, μέχρι τον Ναπολέοντα και τον Χίτλερ. Είναι λοιπόν οι αρχές, η μέθοδος και κυρίως οι συλλογικοί θεσμοί μέσω των οποίων θα επέλθει τελικά η ενοποίηση, που έχουν την καθοριστική σημασία. Ειδάλλως, κινδυνεύουμε να αντιμαχόμαστε έναν παλαιάς κοπής, επαρχιώτικο εθνικισμό, μόνο και μόνο για να τον αντικαταστήσουμε με ένα ακόμα χειρότερο ιδεολόγημα της υπερεθνικής εξουσίας, τον επεκτατικό και φιλοπόλεμο κοινωνικό κανιβαλισμό του νεοφιλελεύθερου ιμπεριαλισμού της αγοράς. Δεν προξενεί λοιπόν καμιά εντύπωση η ανικανότητα, ή ακόμα και άρνηση, των οργανικών ιδεολόγων της υπερεθνικής ελίτ να προβούν σε εκτενείς και εις βάθος αναλύσεις αναφορικά με τα όσα υποστηρίζουν, πέρα από την τακτική τους να εμμένουν σε εκείνα τα πράγματα με τα οποία είναι αντίθετοι. Έτσι, οι δημαγωγοί της λαϊκίστικης Δεξιάς αρπάζονται από αυτή την αμφισημία προκειμένου να αποκαταστήσουν το «καλό όνομα» του εθνικισμού και να μας πείσουν ότι δεν είναι ακροδεξιοί, αλλά αντισυστημικοί πατριώτες. Μέχρι και ο φαιδρός πρώην δήμαρχος της πόλης του Λονδίνου και επίδοξος αρχηγός των Συντηρητικών, Μπόρις Τζόνσον, έφτασε στο σημείο να διαλαλεί δεξιά κι αριστερά ότι μάχεται ενάντια στο «κατεστημένο»! Από την άλλη, είναι σύμπτωμα της βαθύτερης κρίσης που διέρχεται το κοινωνικό σύστημα της θεσμισμένης ετερονομίας, ότι υπάρχουν κομμάτια του κατεστημένου που είναι αναγκασμένα να στραφούν πλέον εναντίον του, διότι η συστημική αναδιάρθρωση που βρίσκεται σε εξέλιξη βάζει σε κίνδυνο, ή απειλεί ευθέως τα θεσμοποιημένα προνόμια και τα ταξικά συμφέροντα τους.

Τέλος, θα πρέπει σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε σε έναν ακόμη μύθο που καλλιεργεί μεθοδικά η συστημική διανόηση. Εκείνον της «καλής» ΕΕ, που ενσαρκώνει μια πρότυπη ένωση καπιταλιστικών κρατών, και ξεχωρίζει για την ποιότητα του δημοκρατικού πολιτισμού της, για το ανυπέρβλητο επίπεδο της προστασίας που παρέχει στους πολίτες της (παρά το γεγονός ότι η προστασία αυτή αφορά κυρίως επιβουλές από τον ίδιο της τον εαυτό!), όπως επίσης και για τις αξίες της συναδέλφωσης και της αλληλεγγύης που υποτίθεται ότι την διέπουν, παρά το γεγονός ότι αυτές ακριβώς οι αξίες είναι παντελώς ασύμβατες με την αρχή του ανταγωνισμού όλων εναντίον όλων, που συνιστά την κινητήρια δύναμη του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, γύρω από την οποία είναι δομημένη η ΕΕ. Κάτω από το παραμορφωτικό πρίσμα αυτής της ιδεολογικοποιημένης προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικότητας, οι κοινοτικές επιδοτήσεις ερμηνεύονται σαν αδιάσειστη ιστορικη απόδειξη της καλής προαίρεσης που έχουν επιδείξει οι πλούσιες χώρες της βόρειας Ευρώπης απέναντι στους φτωχούς της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Ο προγραμματικός στόχος της σύγκλισης των περιφερειών, που κάποτε αποτέλεσε καταστατική δέσμευση της ΕΕ, αλλά που σιγά, σιγά εξαφανίστηκε από το επίσημο λεξιλόγιο του ευρωπαϊκού τμήματος της υπερεθνικής ελίτ, συνιστά παρόμοια απόδειξη της σημασίας που αποδίδει η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στην αρχή της ισότητας. Κι έτσι καταλήγουν να ενοχοποιούνται οι ίδιοι οι φτωχοί των χωρών της περιφέρειας, κατά την ίδια διαδικασία σύμφωνα με την οποία νοηματοδοτούνται οι νεόπτωχοι στο εσωτερικό της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας,[iv] οι οποίοι, λόγω μιας έμφυτης πολιτισμικής κατωτερότητας, της υποδεέστερης συλλογικής ευφυΐας τους, ή εξαιτίας της εκφυλισμένης και διεφθαρμένης νοοτροπίας τους, απέτυχαν να δρέψουν τα οφέλη της καλοσύνης που επέδειξαν απλόχερα απέναντι τους οι επικυρίαρχοι. Μα να τα πράγματα είναι έτσι, τότε καλώς βρέθηκαν οι νεόπτωχοι της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας στην τραγική κατάσταση που είναι σήμερα. Κανείς από αυτούς τους απολογητές της κυριαρχίας δεν μπαίνει στον κόπο να καταπιαστεί με ερωτήματα που αντικρούουν ευθέως το κοσμοπολίτικο ιδεολογικό αφήγημα που προπαγανδίζουν. Για παράδειγμα, αναρωτιέται κανείς γιατί η πλούσια Γερμανία, η οποία δεκαετίες τώρα φέρεται να υφίσταται την άγρια εκμετάλλευση των «τεμπέληδων» της περιφέρειας και τάχα έχει διασπαθίσει σημαντικά κονδύλια από τον κρατικού της κορβανά, προκειμένου να ευεργετήσει τους ανάξιους «ιθαγενείς» του Νότου, έγινε ουσιαστικά πλουσιότερη μέσα στην ΕΕ, αντί να έχει γονατίσει εξαιτίας της φαινομενικά αυτοκαταστροφικής οικονομικής πολιτικής της; Ή διερωτόμαστε για ποιον λόγο καπιταλιστικές υπερδυνάμεις όπως η Γερμανία, η Γαλλία, κλπ. θα ήταν πρόθυμες να επιδοτήσουν την ανάπτυξη στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης προκειμένου εκείνες να μπορέσουν να τις φτάσουν και ίσως κάποια στιγμή ακόμη και να τις ξεπεράσουν στην καπιταλιστική ιεραρχία της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Ήταν ποτέ αυτός ο στόχος που εξυπηρετούσαν οι μεταβιβάσεις κεφαλαίου υπό την μορφή των κοινοτικών επιδοτήσεων; Ή μήπως οι επιδοτήσεις ήταν ο έμμεσος θεσμικός μηχανισμός που επιστρατεύτηκε για την αναδιάρθρωση της κατά τόπους παραγωγής και κατανάλωσης, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένας τελειοποιημένος καπιταλιστικός καταμερισμός της εργασίας σε ηπειρωτική κλίμακα;

 

[i] Π. Γιώτης, Τίποτ’ άλλο εκτός από την κομμουνιστική επανάσταση¸ Κόντρα (28-05-2016).

[ii] T. Fotopoulos, Class Divisions Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol6/takis_class.htm.

[iii] Ν. Κωνσταντάρας, Ένωση ή ο χειρότερος μας εαυτός, Καθημερινή (19-06-2016).

[iv] Ζ. Μπάουμαν, Η Εργασία, ο Καταναλωτισμός και οι Νεόπτωχοι (Μεταίχμιο), σελ. 175-260.

One thought on “Καινά δαιμόνια. Ή μήπως όχι;”

Σχολιάστε